A.to be damp, dripping, “φόνου μυδώσας σταγόνας” S. OT1278; “μυδῶσα κηκίς” Id.Ant.1008; φόνῳ μυδόωντες (v.l. -όεντες)“ ὀδόντες” Nic. Th.308; “μύροις μ.” AP5.198 (Hedyl.); “μυδόωσα ἀπὸ χροὸς ἔρρεε λάχνη” A.R.4.1531; of ulcers, Hp.Ulc.10; [“θυρεοὶ] ὑπὸ τῶν ὄμβρων . . μυδῶντες” Plb.6.25.7; of the eyelids (v. sq.), Dsc.1.71,72.
μυ^δ-άω , (μύδος A)