A.lie awake before dawn, “κατ᾽ εὐνάν” Theoc.10.58 ; ὀρθρεύουσαν ψυχὰν ἐκπληχθεῖσα my soul terror-stricken in the sleepless dawn, E.Tr.182 (lyr.) :—Med., γόοισιν ὀρθρευομένα wailing sleepless in the early dawn, Id.Supp.978 (lyr.), cf. Fr.773.25 (lyr.) ; “ὀρθρεύεσθαι καλοῦσιν οἱ Ἀττικοὶ τῷ λύχνῳ προσκεῖσθαι, πρὶν ἡμέραν γενέσθαι” Phryn.PSp.93 B.
ὀρθρ-εύω , (ὄρθρος)