A.pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap.241; “ποταμοὶ δ᾽ ἁμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ” Pi.P.1.22; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op.596; “σπονδὰς προχέαντες” Hdt.7.192; “πλημοχόας” Critias 17D.: metaph., “π. ὄπα γλυκεῖαν” Pi.P.10.56, cf.IG3.713.4; “λίγειαν ὀμφήν” Anacreont.41.10:—Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain, “ἐς πεδίον προχέοντο” Il.2.465, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία . . προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.); “προχεῖται τὰ λεγόμενα” Longin.19; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense, “ἵδρωτες προχυθήσονται” Antyll. ap. Aët.9.40; “αἷμα προχυθέν” D.C.42.26, cf. Opp.C.2.39.
προχέω ,