A.to be laid upon, and so,
I.. of doors, to be put to or closed (cf. “ἐπιτίθημι” 11), “θύραι δ᾽ ἐπέκειντο φαειναί” Od.6.19: metaph., “γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται” Thgn.421.
2.. generally, to be placed, lie in or on, c. dat., “ἐπισκύνιον ἐπέκειτο προσώπῳ” Theoc.24.118; of troops, ὄχθαις Ἴστρου ἐ. Hdn.2.9.1.
3.. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνῳ (-ου codd.) ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt. 7.6; so ἐ. τῇ Θρηΐκῃ ib.185; ἐπὶ [τῇ Λακαίνῃ χώρῃ] ib.235, cf. Th.4.53: abs., αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Id.2.14, cf. 4.44; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάσσῃ lies right across the sea, of Crete, Arist. Pol.1271b34; “ἡ ἐπικειμένη τινὸς γῆ” PTeb.50.6 (ii B.C.).
II.. to be laid upon, “ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ᾽ ἔπεσι” Thgn. 19 (so lit., σφραγὶς οὐκ ἐ. BGU361 iii 29 (ii A.D.), etc.); ἐπίκειται ἀγνώμων σῇ κεφαλῇ “στέφανος” Thgn.1259, cf. X.Oec.19.13; “ἐ. ἐπί τινος” Hero Spir.1.38, al., D.C.67.16: metaph., “κρατερὴ δ᾽ ἐπικείσετ᾽ ἀνάγκη” Il.6.458, cf. 1 Ep.Cor.9.16; of a duty, “οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν” Plu.2.786f.
2.. press upon, be urgent in entreaty, Hdt.5.104; press upon a retreating enemy, attack, Βοιωτοῖσι ib.81; to be urgent against, Id.6.49; ἐπεκείμην “αὐτοῖς ἐνοχλῶν” PLips.36.7 (iv A.D.): abs., “κἀπικείσομαι βαρύς” E. Rh.101; “κἀπικείμενος βόα” Ar.Eq.252; “Κλέων μ᾽ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος” Id.V.1285; “ἐ. λαμπρῶς” Th.7.71; “πολὺς δ᾽ ἐπέκειτο” Theoc.22.90; of a crowd, “ἐ. τινί” Ev.Luc.5.1.
3.. hang over, τηλικούτων “ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν” X.Mem.2.1.5; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται the penalty imposed is death, Hdt.2.38, cf. 6.58, Arist.Pol.1297a18; τῷ ἄρξαντι μεγάλα ἐπιτίμια ἐ. Antipho 4.4.7; “ζημία . . ἐπέκειτο στατήρ” Th.3.70; “ὁ ἐπικείμενος κίνδυνος” Hdn.1.13.4.
4.. of a name, to be imposed, Pl.Cra.411c, Prt.349c.
5.. metaph., σκώμματα ἐπικείμενα suitable to the purpose, pointed, Longin. 34.2.
6.. to be set in authority, “ἐπὶ τοῦ πυρός” Corp.Herm.1.13; ἐπικείμενος “Ἀλεξανδρείας” PLips.102i8, etc.
III.. c. acc. rei, esp. in part., κἀπικείμενον κάρα κυνέας head with helmet set thereon, E.Supp. 716 (dub. constr.); “ἐ. κυνῆν τῆς κεφαλῆς” Hld.5.22; στέφανον ἐπικείμενος with a crown on one's head, Plu.Marc.22; ἄπικας ἐπικείμενοι “ταῖς κεφαλαῖς” D.H.2.70; “σεμνὸν ἐπικειμένη τὸ κάλλος” J.AJ11.6.9; “ἀγγέλου ἢ θεράποντος ἐπικείμενος πρόσωπον” Plu.Lys.23; ἐπέκειτο ὠτειλάς he bore scars upon him, App.Mith.6; ἱερὰν ἐσθῆτα ἐ. Id.BC4.134; “φθίμενος τήνδ᾽ ἐπίκειμαι κόνιν” Epigr.Gr.622.6; κιθάραν . . κόλλοπας ἐπικειμένην fitted with pegs, Luc.Ind.10: metaph., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι exposed to . . , App.BC4.124.