A.overthrow, l.c.
2. turn back or away, μοῖραν -τρα^πεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; “μετὰ δ᾽ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα” A.R.3.261; “οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων” LXX4 Ma.15.18.
3. change, “νόημα” AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).