A.v. μηδαμός), Adv. of μηδαμός, of Time, = μηδέποτε, and of Manner, not at all, freq. in Hdt. with another μή, or compd. of “μή, μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν” 1.68; μηδαμὰ μηδέν never anything, 7.50; “ὄψιν, τὴν μηδαμὰ ὤφελον ἰδεῖν” 3.65; “τόδ᾽ ἴσθι μηδάμ᾽ ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον . . θανεῖν” A.Pers. 431, cf. Pr.526 (lyr.), S.OC517 (lyr.), 1104, 1698 (lyr.); “ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ μηδαμὰ κακὸν τὸ λοιπόν” Ar.Th.1162; “μηδαμὰ κάθοδον εἶναι ἐς Ἁλικαρνησσόν” SIG45.39 (Halic., v B.C.): with tmesis, οὐ γὰρ μή ποτε τοῦτο δαμ᾽ ᾖ prob. in Parm.7.1 (AJP21.73).
μηδα^μ-ά (prop. neut. pl.,