A.“ὑπερέχω” 11) prominent, eminent, distinguished above others, c. gen., “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων” Il.6.208, 11.784: abs., “ὑπείροχον εἶδος” h.Hom.12.2; οἱ ὑπέροχοι (v.l. ὑπείροχοι)“ τῶν ἀστῶν” Hdt.5.92. ή; “θῆρες ἐν πελάγεϊ ὑπέροχοι” mighty, Pi.N.3.24; “ὑπέροχον σθένος” A.Pr.428 (lyr.); ὑπέροχος βία overbearing force, S.Tr.1096 codd. (sed leg. βίᾳ); “ὑ. Νίκα” B.3.5; “συρικτὰν μέγ᾽ ὑπείροχον” Theoc.7.28; “οἰωνῶν μέγ᾽ ὑ. ἀγγελιώτην” Call. Jov.68: Sup. “ὑπεροχώτατος” Pi.P.2.38 (as a title, PMasp.4.5 (vi A.D.)): neut. pl. ὑπείροχα as Adv., IG12(5).678.21 (Syros, metr.).
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ο ο,
-
ὀβρι^μο-πάτρη
ὀβρι^μο-πάτρα
-
ὀγκ-όω
ὀγκ-ύλλομαι
-
ὅδ-ισμα
ὁδ-ιστής
-
ὀδοντο-φυ^ής
ὀδοντο-φύησις
-
ὄες:
ὄζαιν-α
-
ὁΐ
οἴ
-
οἴη
οἴη
-
οἰκ-ητήρ
οἰκ-ητήριον
-
οἰκοδομ-ικός
οἰκοδομ-ιστήριος
-
οἰκούρ-ιος
οἰκουροκαθέδριος
-
οἴμ-ημα:
οἰμ-ητεύει:
-
οἰν-ίσκος
οἰν-ιστήρια
-
οἰνο-πληθής
οἰνο-πλήξ
-
οἰνοχο-ΐα
οἰνοχο-ΐδιον
-
οἰοταζομένης:
οἰό-φρων
-
οἰστρο-πλάνεια
οἰστρο-πλήξ
-
οἰωνό-μικτος
οἰωνο-πολέω
-
ὀκρυ^όεις
ὀκτά-βλωμος
-
ὀκτ-άρουρος
ὀκτά-ρριζος
-
ὀκτώ-φορος
ὀκχέω
-
ὀλεῖ
Ὀλεῖαι
-
ὀλι^γαρχ-ία
ὀλι^γαρχ-ικός
-
ὀλι^γο-κάλα^μος
ὀλι^γο-καρπέω
-
ὀλι^γο-σώμα^τος
ὀλι^γο-τεκνία
-
ὀλι^γωφελής
ὀλιζότερος
-
ὁλμο-ποιός
ὅλμος
-
ὁλό-λι^θος
ὁλό-λι_τος
-
ὁλο-σίδηρος
ὁλό-σκι^ος
-
ὁλό-χλωρος
ὁλο-χρόνιος
-
ὅμα^δ-ος
ὀμάζω
-
ὄμβρ-ιος
ὀμβρο-βλυ^τέω
-
ὁμήρης
ὁμήρησις
-
ὄμνυ_μι
ὁμο-αιχμία:
-
ὁμό-δουπος
ὁμοδρομ-έω
-
ὁμοιο-γενής
ὁμοιο-γονία
-
ὁμοιοσχημ-ονέω
ὁμοιόσχημ-ος
-
ὁμο-κοιτία
ὁμό-κοιτος
-
ὁμό-παις
ὁμο-πάτηρ
-
ὁμό-σπλαγχνος
ὁμο-σπονδέω
-
ὁμο-τύραννος
ὁμοῦ
-
ὀμπν-ιακός
ὄμπν-ιος
-
ὅμως
ὁμωχέτα_ς
-
ὀνειρό-γονος
ὀνειρο-δότης
-
ὀνησι^φόρος
ὀνητός
-
ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήτωρ
-
ὀνο-χειλές
ὀνό-χηλον
-
ὀξυ?́-βα^ρις
ὀξυ^-βάφιον
-
ὀξυ-θρήνητος
ὄξυ-θριξ
-
ὀξυ?́-μολπος
ὀξυ^-μυρσίνη
-
ὄξυσμα
ὀξύ-στερνος
-
ὀπεύει:
ὀπή
-
ὀπισθο-κάρπιος
ὀπισθο-κέλευθος
-
ὁπλέω
ὁπλή
-
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
-
ὁποτέρ-ωσε
ὅπου
-
ὅπυι
ὀπυιητής
-
ὁρ-α_τίζω
ὁρ-α_τικός
-
ὄργ-ιον
ὀργιοφάντης
-
ὀρει-πολέω
ὀρει-πτελέα
-
Ὀρέστ-εια
Ὀρέστ-ειος
-
ὀρθο-γρα^φέω
ὀρθο-γρα^φία
-
ὀρθο-περιπα^τητικός
ὀρθο-πλήξ
-
ὀρθό-ϋφος
ὀρθό-φρων
-
ὀρικάνην:
ὀρι^κός
-
ὀρκύαλος
ὀρκ-υ_νεῖον
-
ὁρμ-ίστρια
ὁρμοδοτήρ
-
ὀρνι_θο-θηρευτής
ὀρνι_θο-θηρέω
-
ὀροβοειδής
ὄροβος
-
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
-
ὀρτα^λ-ι^χεύς
ὀρτα?́λ-ι^χος
-
ὄρυς
ὀρύσσω
-
ὄρχ-ησις
ὀρχ-ησμός
-
Ὄσι_ρις
ὄσι_ρις
-
ὀσταθείς:
ὀστα^κός
-
ὀστρα^κ-ίνδα
ὀστρα?́κ-ι^νος
-
ὄσχη
ὄσχιον
-
οὐ
οὗ
-
οὐδετέρ-ωσε
οὐδέτις
-
οὐλίριος
οὐλοβάται:
-
οὐ μέν,
οὐ μὲν οὖν
-
οὐρα^νο-βάμων
οὐρα^νο-βα^τέω
-
οὐρεύς
οὐρεύω
-
οὐσι-άζω
οὐσι-α^κός
-
ὀφελής
ὀφέλλιμος
-
ὀφιῆτις
ὀφι^ο-βόρος
-
ὀφρυ^-ώδης
ὀφρυ?́-ωσις
-
ὀχλα^γωγ-έω
ὀχλα^γωγ-ία
-
ὄψ
ὄψ
-
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
-
ὀψῶνα:
ὀψων-άτωρ
-
ὀψωνιοπώλης
entry:
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω
ὀφέλλω
ὄφελμα
ὄφελμα
ὀφελμός
ὄφελος
ὀφελός
ὀφέλσι^μος
ὀφελ-τρεύω
ὄφελ-τρον
ὀφεό-δηκτος
ὀφεο-πρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκα^μος
ὀφήλωμα
ὀφθαλμ-ηδόν
ὀφθαλμ-ία
ὀφθάλμ-ια
ὀφθαλμ-ίας
ὀφθαλμ-ία_σις
ὀφθαλμ-ιάω
ὀφθαλμ-ίδιον
ὀφθαλμ-ίζομαι
ὀφθαλμ-ικός
ὀφθάλμ-ιον
ὀφθαλμ-ῖτις
ὀφθαλμο-βολέω
ὀφθαλμο-βόλος
ὀφθαλμο-βόρος
ὀφθαλμο-δουλεία
ὀφθαλμο-ειδής
ὀφθαλμο-κλέπτης
ὀφθαλμο-πονέω
ὀφθαλμο-πόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμό-σοφος
ὀφθαλμο-στα^τήρ
ὀφθαλμό-τεγκτος
ὀφθαλμο-φα^νής
ὀφθαλμωρυ^χ-έω
ὀφθαλμώρυ^χ-ος
ὀφι-α^κός
ὀφί-ασις
ὀφιδεύειν:
ὀφίδιον
ὀφι^ηβοσίη
ὀφιῆτις
This text is part of:
View text chunked by:
ὑπέροχ-ος , Ep. and Ion. ὑπείρ- , ον, (