A.sign.5, al. (v. χρώς):—skin, esp. of the human body, hence the body itself, “παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ” Il. l.c.; “κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς” Thgn. l.c.; “ὄζειν . . τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου” Ar.Pl.1020; τὰ ἐξανθεῦντα ἐς τὴν χροιὴν (skin, surface) ἢ χροιῇ (colour, signf. 11) “ἢ οἰδήμασι” Hp.de Arte9: cf. χρώς.
2. metaph., 'skin', i.e. surface, Pythagorean term, Arist.Sens.439a31, Placit.1.15.2, Theol.Ar.18(pl.); χ. ἐπίπεδος ib.10; so perh. in Epicur.Fr.81, Phld.Sign.5, al.
3. appearance to the eye, of heavenly bodies, Id.D.3.9.
II. superficial appearance of a thing, its colour, Thgn.451, A.Pr.493, E.Cyc.517(lyr.); “παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν” Sapph.20, cf. Numen. ap. Ath.7.282a; τοιοῦτον (sc. ἐρυθρόν)“ εἶναι τῇ χροιᾷ τὸ μέλι” Porph.Antr.16; “ἔστιν . . χρόα ἀπορροὴ σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητός” Pl.Men.76d; “νόμῳ χροιή . . ἐτεῇ δ᾽ ἄτομα καὶ κενόν” Democr.125, cf. Anaxag.4, Arist. Sens.440a8; “ἐκ τριῶν τὰς χρόας ἅπασας μεμεγμένας, τοῦ φωτός, καὶ δι᾽ ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων” Id.Col. 793b33.
2. esp. colour of the skin, complexion, “χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης” Sol.27.6; “χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος” A.Pr.23; “χροιὰν ἀλλάξασα” E.Med.1168; “λευκὴν χ. ἐκ παρασκευῆς ἔχεις” Id.Ba.457, cf. Ar.Nu. 1012(anap.); χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι with colour that gives no hint of what has passed, E.Or.1318; χρόαν . . τὴν σὴν ἥλιος . . αἰγυπτιώσει Pl.Com(?). p. 615K. (post Fr.55); “χρόας κάλλος” Pl.Smp. 196a; “ἐρίζοι καὶ γάλακι χροιήν” Call.Hec.1.4.3.
III. in Music, nuance of a scale, Plu.2.1143e.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.301, al.