A.free from care, at one's ease, “εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ᾽ ἐθέλῃσθα” Il.1.554; “εὗδον δ᾽ εὔκηλοι” Od.14.479, cf. S.El.241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν . . πολέας τελέοντες ἀέθλους . . , ὁ δ᾽ εὔκηλος . . Od.3.263; “εὔκηλοι πολέμιζον” Il. 17.371; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν . . ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op.671, cf. h.Merc.480; “εὔ. τέρπου φρένα” Pherecr.152.
εὔκηλος (A), ον (cf. Hdn.Gr.1.161), Dor. εὔκα_λος , (v. ἕκηλος)