A.beard, κυάνεαι . . γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176; “δάσκιον γενειάδα” A.Pers.316, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78; “πρός <σε> γενειάδος . . ἄντομαι” E.Supp.277.
2. pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses, “χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον” Q.S.4.548.
II. bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.