A.a covering, “τῶν ς. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα” Pl.Plt.279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also “ὄνυχες ς. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν” Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου ς., in plants, Id.de An.412b2; “οἰκία ς. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων” Id.Metaph.1043a32.
σκέπ-ασμα , ατος, τό,