A.soak, “τἀρτύματα” A.Fr.306: abs., Arist.Pr.866a10:—Pass., “ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα” Ael.NA1.23, cf. Gp.17.17.2; διαβεβρεγμένος, of a person, soaked in liquor, Hld.5.31; “πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι” Zeno Stoic.1.65; “ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς” Porph. Chr.30.
δια-βρέχω ,