A.the generation of birds, a work by Boeus or Boeo, mentioned by Philoch.207, Ant.Lib.3 tit., etc.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ο ο,
-
ὀβρι^μο-πάτρη
ὀβρι^μο-πάτρα
-
ὀγκ-όω
ὀγκ-ύλλομαι
-
ὅδ-ισμα
ὁδ-ιστής
-
ὀδοντο-φυ^ής
ὀδοντο-φύησις
-
ὄες:
ὄζαιν-α
-
ὁΐ
οἴ
-
οἴη
οἴη
-
οἰκ-ητήρ
οἰκ-ητήριον
-
οἰκοδομ-ικός
οἰκοδομ-ιστήριος
-
οἰκούρ-ιος
οἰκουροκαθέδριος
-
οἴμ-ημα:
οἰμ-ητεύει:
-
οἰν-ίσκος
οἰν-ιστήρια
-
οἰνο-πληθής
οἰνο-πλήξ
-
οἰνοχο-ΐα
οἰνοχο-ΐδιον
-
οἰοταζομένης:
οἰό-φρων
-
οἰστρο-πλάνεια
οἰστρο-πλήξ
-
οἰωνό-μικτος
οἰωνο-πολέω
-
ὀκρυ^όεις
ὀκτά-βλωμος
-
ὀκτ-άρουρος
ὀκτά-ρριζος
-
ὀκτώ-φορος
ὀκχέω
-
ὀλεῖ
Ὀλεῖαι
-
ὀλι^γαρχ-ία
ὀλι^γαρχ-ικός
-
ὀλι^γο-κάλα^μος
ὀλι^γο-καρπέω
-
ὀλι^γο-σώμα^τος
ὀλι^γο-τεκνία
-
ὀλι^γωφελής
ὀλιζότερος
-
ὁλμο-ποιός
ὅλμος
-
ὁλό-λι^θος
ὁλό-λι_τος
-
ὁλο-σίδηρος
ὁλό-σκι^ος
-
ὁλό-χλωρος
ὁλο-χρόνιος
-
ὅμα^δ-ος
ὀμάζω
-
ὄμβρ-ιος
ὀμβρο-βλυ^τέω
-
ὁμήρης
ὁμήρησις
-
ὄμνυ_μι
ὁμο-αιχμία:
-
ὁμό-δουπος
ὁμοδρομ-έω
-
ὁμοιο-γενής
ὁμοιο-γονία
-
ὁμοιοσχημ-ονέω
ὁμοιόσχημ-ος
-
ὁμο-κοιτία
ὁμό-κοιτος
-
ὁμό-παις
ὁμο-πάτηρ
-
ὁμό-σπλαγχνος
ὁμο-σπονδέω
-
ὁμο-τύραννος
ὁμοῦ
-
ὀμπν-ιακός
ὄμπν-ιος
-
ὅμως
ὁμωχέτα_ς
-
ὀνειρό-γονος
ὀνειρο-δότης
-
ὀνησι^φόρος
ὀνητός
-
ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήτωρ
-
ὀνο-χειλές
ὀνό-χηλον
-
ὀξυ?́-βα^ρις
ὀξυ^-βάφιον
-
ὀξυ-θρήνητος
ὄξυ-θριξ
-
ὀξυ?́-μολπος
ὀξυ^-μυρσίνη
-
ὄξυσμα
ὀξύ-στερνος
-
ὀπεύει:
ὀπή
-
ὀπισθο-κάρπιος
ὀπισθο-κέλευθος
-
ὁπλέω
ὁπλή
-
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
-
ὁποτέρ-ωσε
ὅπου
-
ὅπυι
ὀπυιητής
-
ὁρ-α_τίζω
ὁρ-α_τικός
-
ὄργ-ιον
ὀργιοφάντης
-
ὀρει-πολέω
ὀρει-πτελέα
-
Ὀρέστ-εια
Ὀρέστ-ειος
-
ὀρθο-γρα^φέω
ὀρθο-γρα^φία
-
ὀρθο-περιπα^τητικός
ὀρθο-πλήξ
-
ὀρθό-ϋφος
ὀρθό-φρων
-
ὀρικάνην:
ὀρι^κός
-
ὀρκύαλος
ὀρκ-υ_νεῖον
-
ὁρμ-ίστρια
ὁρμοδοτήρ
-
ὀρνι_θο-θηρευτής
ὀρνι_θο-θηρέω
-
ὀροβοειδής
ὄροβος
-
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
-
ὀρτα^λ-ι^χεύς
ὀρτα?́λ-ι^χος
-
ὄρυς
ὀρύσσω
-
ὄρχ-ησις
ὀρχ-ησμός
-
Ὄσι_ρις
ὄσι_ρις
-
ὀσταθείς:
ὀστα^κός
-
ὀστρα^κ-ίνδα
ὀστρα?́κ-ι^νος
-
ὄσχη
ὄσχιον
-
οὐ
οὗ
-
οὐδετέρ-ωσε
οὐδέτις
-
οὐλίριος
οὐλοβάται:
-
οὐ μέν,
οὐ μὲν οὖν
-
οὐρα^νο-βάμων
οὐρα^νο-βα^τέω
-
οὐρεύς
οὐρεύω
-
οὐσι-άζω
οὐσι-α^κός
-
ὀφελής
ὀφέλλιμος
-
ὀφιῆτις
ὀφι^ο-βόρος
-
ὀφρυ^-ώδης
ὀφρυ?́-ωσις
-
ὀχλα^γωγ-έω
ὀχλα^γωγ-ία
-
ὄψ
ὄψ
-
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
-
ὀψῶνα:
ὀψων-άτωρ
-
ὀψωνιοπώλης
entry:
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμο-φυ^λα^κία
ὁρμο-φύλαξ
ὀρν-α_πέτιον
ὀρν-εάζομαι
ὀρν-εα^κός
ὀρνεό-βρωτος
ὀρνεο-γλυ^φιστί
ὀρνεο-θηρευτικός
ὀρνεο-θυ^σία
ὀρνεό-μαντις
ὀρνεο-μι^γής
ὀρνεό-μορφος
ὄρνεον
ὀρνεο-πώλης
ὀρνεο-πώλιον
ὀρνεο-σκοπέω
ὀρνεο-σκοπικός
ὀρνεο-σκόπος
ὀρνεο-τρόφος
ὀρνεό-φοιτος
ὀρν-εώδης
ὀρν-εώτης
ὀρν-ίζω
ὀρνι_θ-αγρευτής
ὀρνι_θ-άριον
ὀρνι?θ-αρχος
ὀρνι_θ-ᾶς
ὀρνι_θ-εία
ὀρνι?θ-ειος
ὀρνι_θ-ευτής
ὀρνι_θ-ευτικός
ὀρνι_θ-εύω
ὀρνι_θ-ία
ὀρνι_θ-ιάζω
ὀρνι_θ-ια^κός
ὀρνι_θ-ίας
ὀρνι_θ-ικός
ὀρνι?θ-ιον
ὀρνι_θο-βόρος
ὀρνι_θο-βοσκεῖον
ὀρνι_θό-γα^λον
ὀρνι_θο-γενής
ὀρνι_θο-γνώμων
ὀρνι_θο-γονία
ὀρνι_θό-γονος
ὀρνι_θο-ειδής
ὀρνι_θο-θήρας
ὀρνι_θο-θηρευτής
This text is part of:
View text chunked by:
ὀρνι_θο-γονία , ἡ,