A.Erster Berichtp.9 (Troketta), cj. in Orph.Fr.270.5: fut. τρύσω [υ_] A.Pr.27:—used mostly in pf. Pass. τέτρυ_μαι (v. infr.), other tenses being borrowed from τείρω and perh. τρύχω, τρυχόω: but aor. Med. “κατα-τρύσαιο” Nic.Al.593: pres. Pass. “τρύομαι” Call.Fr.5.4P., IGRom.4.360.21 (Pergam., ii A. D.): cf. ἀποτρύω:—wear out, distress, “ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σε” A. l. c.:—Pass., to be worn out, “τέτρυσαι” Simon.144; “τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ” Hdt.1.22, cf. 2.129; “δάκρυσιν τετρύμεθα” AP9.549 (Antiphil.): mostly in part. τετρυμένος (freq. with v.l. τετριμμένος)“, τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ” Hdt.6.12; “πόνοις τετρυμένα σώματα” Pl.Lg.761d; “γήρᾳ” AP6.228 (Adaeus); γήραϊ καὶ πενίῃ ib.7.336; “τετρ. . . εὗδεν Ἔρως” AP9.627 (Marian.); “ἐκ πορείας” Plu.Eum.15; “συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυμένοις” Plb.1.62.7, cf. 1.71.3; “ὑπὸ τῆς κακοπαθείας” Id.10.13.11; τετρυμένη κλίνη, = τρυφερῶς ἐστρωμένη, Sor. 1.68 (s. v.l.). (τρυ_-, found also in ἄ-τρυ_-τος, τρύ-χ-ω, τρῦχος, is the weak grade of τερυ^-, found in τερύσκεται, τέρυ (qq.v.); cf. also τείρω, ἀ-τερά-μων.)
τρύω [υ_], Keil-Premerstein