A.“φείσομαι” Ar.Ach.312 (troch.), Pl.Ap.31a, etc., Ep. “πεφι^δήσομαι” Il.15.215, later fut. Pass. in med. sense φ<ε>ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): aor. 1 “ἐφεισάμην” Sol.32.1, A.Th.412, And.2.11, etc., Ep.3sg. “φείσατο” Il.24.236: Ep. redupl. aor. 2 πεφι^δόμην, used by Hom. in opt. πεφι^δοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf. “πεφιδέσθαι” 21.101: pf. part. “πεφεισμένος” Luc.Hist.Conscr.59 (in med. sense, D.C. 50.20); Ep. imper. “πεφίδησο” IG14.1363.16; part. “πεφιδημένος” Nonn. D.12.392:—spare:
I. spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen., “Τρώων” Il.21.101; “ἀνδρός” 24.158, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap.31a; “Ἰλίου” Il.15.215; “Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ.” Anacr. l. c.; “ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο” A.Th.412; “γῆς πατρίδος” Sol. l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph.749; “μὴ φείδεσθε . . στρατοῦ” Id.Aj. 844; “φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος” Th.1.90, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.
II. spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202; “πίθου μεσσόθι φ.” Hes.Op.369; φ. ὃν εἶχε βίον (βίον by attraction to the relat.) Thgn.908; “ἰδίᾳ μὲν τῶν <ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι” Lys.21.16; “φείδεσθε τοὐλαίου σφόδρα” Pl. Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely, “οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο” Il.24.236; “μὴ φείδεο σίτου” Hes.Op.604; “θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι” Tyrt.10.14; “τᾶς ζωᾶς” Id.15.5; “σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς” Pi.I.6(5).33; “φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο” Hdt.8.68. “ά; τούτων φ. μηδενός” Id.9.41, cf. 39; “φείδοντο κέντρων οὐδέν” S.El.716; “οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ᾽ ἐν πόνοις κτλ.” X.Cyr.4.2.1, cf. 7.1.29; “οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων” And.2.11; “οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ” Lys.19.24; “οὔθ᾽ ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ.” Sol.4.13; “μήτε χρημάτων μήτε πόνων” Pl.Phd.78a: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.
2. abs., to be sparing, live thriftily, “φείδεσθαι μὲν ἄμεινον” Thgn.931; “τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας” And.4.32; “οἱ γεωργοῦντες καὶ φ.” D.24.172, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl.247,553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι) the unthrifty ones, Arist.HA627a20: also “ἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι” Luc.Hist.Conscr.59; “πεφιδημένα δάκτυλα” Nonn.D.12.392; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.
III. have consideration for, “τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας” Plu.2.114b: with neg., pay no heed to, “οὔτ᾽ ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν” AP5.278 (Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).
IV. draw back from, refrain from, “θαλάσσας” Alc.Supp.4.13 (prob.); “κελεύθου” Pi.N.9.20; “κινδύνου” X.Cyr.5.5.18; “τᾶς θήρας” BionFr.10.12; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; “φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς” S.Aj.115, cf. E.Med.401, etc.; “οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων” SIG708.36 (Istropolis, ii B.C.): (abs., “μὴ φείδεσθε” E.Tr.1285; “φείδου μηδέν” Id.Hec.1044; “μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν” X.Cyr.1.6.35): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or.393 (fort. abs., post φείδου δ᾽ distinguendum); also “φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν” Pl.R.574b; “τί φειδόμεσθα τῶν λίθων . . μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα;” Ar.Ach.319 (troch.).
V. in LXX, with Preps., “φ. ἐπί τινι” have mercy upon . . , Je. 15.5, 21.7; “ἐπί τινα” Id.28(51).3; φ. περί τινος to keep one's hands off . . , 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12); “φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης” Jn.4.10; “ἀπό τινος” 1 Ki.15.3, Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from contr. φειδέομαι ) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.