A.“ἷκον” Il.1.317: poet. fut. inf. “ἱξέμεν” Pi.Pae.6.116; Dor. fut. ἱξῶ Megar. in Ar.Ach.742: Ep. aor. ἷξον (v. infr.); also aor. 1 “ἷξα” Q.S.12.461 (v.l.): for ἵξομαι, ἷγμαι, v. ἱκνέομαι:—come, of persons, “ἐς δόμον ἵκει” Od.18.353; “ἷξεν δ᾽ ἐς Πριάμοιο” Il.24.160, cf. 122; “εἰ δέ κεν οἴκαδ᾽ ἵκωμι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν” 9.414; “ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος” 2.667; “ἐπὶ Θρῃκῶν . . τέλος ἷξον ἰόντες” 10.470; “ἷξε δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιήν” 20.328; “ποταμοῖο κατὰ στόμα . . ἷξε νέων” Od.5.442: in Hom. freq. c. acc., come to, “δόμον” Il.18.406, etc.; “Μαλειάων ὄρος” Od.3.288; “εἰ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ᾽ ἀείδειν” Pi.N.5.50, cf. O.5.9; αἴ κ᾽ αὐτὸς ἵκη, ἀνελέσθω prob. in IG5(2).159.2 (Class.Phil.20.134).
2. of things, Φρυγίην . . κτήματα περνάμεν᾽ ἵκει come or are brought to . . , Il.18.292; also “ὁπότε χρόνος ἷξε δικασπόλος” Maiist.52.
3. attain to, reach, “κνίση δ᾽ οὐρανὸν ἷκεν” Il.1.317, cf. 2.153, 14.60; “αἴγλη δι᾽ αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε” 2.458; “ὀρυμαγδὸς . . οὐρανὸν ἷκε δι᾽ αἰθέρος” 17.425; “κλέος οὐρανὸν ἵκει” Od.9.20; “ὕβρις τε βίη τε . . οὐρανὸν ἵκει” 15.329; “Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾽ ἵκει” 13.248; “ἵκῃ τ᾽ ἐς ἄκρον ἀνδρείας” Simon.58.6.
4. of sufferings, feelings, etc., ὅτε κέν τινα . . χόλος ἵκοι come upon him, Il. 9.525; “τοι πινυτὴ φρένας ἵκει” Od.20.228; “χρειὼ ἵκει τινά” 2.28, 5.189: abs., “χρειὼ τόσον ἵκει” Il.10.142. [In ἵκω, ι_ always; in ἱκάνω, and the unaugmented moods of ἱκόμην, ι^ always.—ἵκοντ᾽ is prob. for ἵκοντο [ι^] in Pi.P.2.36.] (Prob. cogn. with ἥκω.)