A.“-αισχυ^νῶ” Id.Th.546:—dishonour, put to shame, “μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος” Od.24.508; “καταισχύνητέ τε δαῖτα” 16.293; “τὰ πρόσθε ἐργασμένα” Hdt.7.53, cf. A.Supp.996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El.609; “κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος” E.Hel.845; “τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ” Ar.Av.1451; “κ. τὴν πατρίδα” Id.Nu.1220; “τοὺς προγόνους” Pl.La.187a; “ὑποσχέσεις” Id.Smp.183e; “τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν . . κακίαις” Isoc.7.76, etc.
3. ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε . . Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.
4. = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.