A.midmost, ἐν μεσσάτῳ for ἐν μέσῳ, Il.8.223; Att. μέσατος , “υἱός” Ar.V.1502, cf. Men.267, Theoc. 21.19, IG14.2012A33 (Sulp. Max.), Opp.C.1.112, D.P.204:—in later Ep. μεσσάτιος , Call.Dian.78, D.P.296, Opp.C.4.442. (For the form, cf. νέατος, τρίτος τρίτατος.)
μέσσα^τος , η, ον, irreg. Sup. of μέσσος,