A.ibo), inf. -ιέναι (Dor. -ίμεν Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene)), used as fut. of παρέρχομαι, also in pres. sense, παρῄειν being used as impf. :—pass by, pass, “παριών” Od.4.527, 17.233; “οἰκτίρας . . παρίτω” IG12.976 ; “παρήϊε” Hdt.4.79; “οἱ ἀεὶ παριόντες” Pl.R.616a, etc.; go alongside, Th.4.47 ; march along the coast, of an army, Id.8.16, 22,32, X.HG2.1.18 (cj.), 4.5.19.
2. c.acc. loci, pass by, Hdt.7.109 ; “τὸν χῶρον” Id.1.167 ; “τὴν οἰκίαν” And.1.146, Str. 14.5.14 ; π. παρὰ τοὺς πατέρας (prob. for παρῆσαν) Hdt.3.14 ; παρ᾽ αὐτὴν τὴν Βαβυλῶνα π. X.Cyr.5.2.29.
II. pass by, overtake, surpass, ib.1.4.5.
III. pass on, esp. in the sense of entering, “π. ἐς τὰ βασιλήϊα” Hdt. 3.84, cf. 72,77, Pl.Phd. 59e; ἔσω π. E.Hel. 451 ; “πάριτ᾽ ἐς θυμέλας, ἐπὶ δ᾽ ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ᾽ ἐς μυχόν” Id.Ion 228 (anap.) ; “βίᾳ εἰς οἰκίαν παριέναι” X.Cyr.1.2.2.
2. in discourse, pass on from one part of a subject to another, ἐντεῦθεν ἐς . . Ar.Nu. 1075 ; ὃ παριὼν τῷ λόγῳ ἔτυχον εἰπών in passing, Pl.Lg.776d.
IV. come forward, X.An. 7.3.46 ; “πάριτ᾽ ἐς τὸ πρόσθεν” Ar.Ach.43 ; “τὸ μάχιμον εἰς τὸν μέγιστον τῶν ἀγώνων τολμήσει παριέναι” Pl.Lg.830c : metaph., “ἐς πρώτους νεωστὶ παριών” Hdt.7.143.
2. come forward to speak, Pl.Alc. 1.106c ; “παρῄει οὐδείς” D.18.170 ; “παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα” Aeschin.3.159 ; παρῇσαν ἐπὶ τὸ βῆμα (cj. Dobree for παρῆσαν) D.1.8 ; παρῇμεν (cj. Cobet for παρῆμεν)“ εἰς τὴν ἐκκλησίαν” Aeschin. 3.71 ; at Athens, οἱ παριόντες orators, And.2.1, D.13.14, etc.; “πᾶσι τοῖς παριοῦσι λόγον διδόναι” Id.2.31.