A.hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch.531; hold against, [“τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον” Hdt.4.200; apply, “χλιάσματα” Hp. Mul.2.129.
2. π. ναῦν bring a ship to port, “προσσχόντες τὰς νέας” Hdt.9.99; “Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν” E.Or.362; τίς σε προσέσχε . . χρεία; brought thee to land here? S.Ph.236; “<ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν” D.C.42.4: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci, “π. τῇ γῇ” Id.4.156; “τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις” Th.4.30; “Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν” Plu.Sert.7: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph.244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added, “πλέων δι᾽ Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον” Id.4.76, cf. 6.119; “ναυσὶ προσσχεῖν” Th.4.11; “τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον” D.56.9; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.
3. turn to or towards a thing, “π. ὄμμα” E.HF931: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it, “τοῖς ἀναπαίστοις” Ar.Eq.503; ἐμοί ib.1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp.174d; also “πρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν” Antipho 3.4.1; “πρὸς τούτοις” Ar.Nu.1010; π. τὸν νοῦν μὴ . . take heed lest . ., Pl.R.432b, etc.: abs., “πρόσεχε τὸν νοῦν” Cratin. 284, Pherecr.154, Ar.Pl.113, etc.; “δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε” Id.Nu. 575, cf.Pl.Smp.217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu.1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec.600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15; “π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ” Plu.Num.14; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.); “π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου” LXXEx. 9.21.
4. without “τὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε . . βουκόλοις” Cratin.286; σαυτῷ π. Ar.Ec.294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ᾽ οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.; “π. τῶν ἐμπείρων . . ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι” Arist.EN1143b11; “τῷ πολλῷ χρόνῳ” Id.Pol.1264a2; “π. τοῖς νόμοις” Id.Fr.539; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; also “π. ἐπί τινι” LXX Ge.4.5: abs., “πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω” Athenio 1.8; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8; “πρόσσχες” An. Ox.1.121: also c. acc., “προσέχων τε ταῦτα” Critias 25.19 D.; “οὐ προσέχει τὰ πράγματα” Philem.73.4; “π. νόμον θεοῦ” LXX Is.1.11, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46; “π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα” LXX De.12.23; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.
b. devote oneself to a thing, c. dat., “γυμνασίοισι” Hdt.9.33; “τοῖς ἔργοις” Ar.Pl.553; “τοῖς ναυτικοῖς” Th.1.15; “τῷ πολέμῳ” Id.7.4; “πλούτῳ” Pl.Alc.1.122d; “τούτῳ τῷ ἀγῶνι” Lycurg.10; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.
6. Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it, “ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ” Hdt.2.136; “ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι” Ar.V.105, cf. Pl.1096; “τῷ τοίχῳ” Arist.HA555a1: abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib.534b27.
b. metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).