A.“σιτηρός” IG22.1013.27; [“σῖτον] κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι” Lys.22.12; “μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι ἀργύριον” X.HG3.2.27; ὁ γὰρ νόμος . . κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν to make a contract for value exceeding a medimnus, Is.10.10: hence, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ᾽ ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, i. e. he is no better than a woman, Ar.Ec.1025, cf. Sch.ad loc.; τῶν ἁλῶν μ., v. ἅλς (A).
μέδιμν-ος , ὁ, Hdt.7.187, etc.; ἡ, only v.l. in Id.1.192:—a corn-measure, Hes.Fr.160.3; μ. Ἀττικός, Σικελικός, Hdt. 1.192, Plb.2.15.1;