A.“-ιῶ” D.S.2.6: pf. “-ῴκικα” Str.12.3.10:— make to live with, Isoc.19.34, dub. l. in Ps.-Epich.298; ς. τινὶ τὴν θυγατέρα to give him one's daughter in marriage, Hdt.2.121.ζ᾽, cf. PEnteux.22.8 (iii B.C.), D.S.2.6; “ς. νύμφας νυμφίοις” Pl.R.546d, cf. Sph.242d; “ἐμὲ . . εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας” E.HF68; rarely with the reverse constr., τοὺς δούλους ταῖς τῶν δεσποτῶν γυναιξὶ ς. Plb. 16.13.1.
II. combine or join in one city, “μὴ Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν” E.Hec.1139; unite into a city-state, “ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ξ. πάντας” Th.2.15; “Θησεὺς . . τὰς δώο̂εκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν” Marm.Par.35 (cf. συνοίκια)“; ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην” Th.3.2; “Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις” Arist. Fr.603:—Pass., ξυνοικισθείσης πόλεως a city having been regularly formed, opp. κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Th.1.10, cf. 2.16, 3.93; “ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες” X.Ath.2.2; “Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων” D. 19.263; “ς. κατὰ πόλεις” Isoc.15.82; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων ς. Lycurg.62.
2. unite in one building, PMich.Zen.84.9 (Pass., iii B.C.).