A.to have come, be at hand, be present, “χρεία προσήκει” A.Pers. 143 (anap.); “ὡς φίλοι προσήκετε” S.Ph.229, cf. OC35, El.1142; “ἐνταῦθ᾽ ἐλπίδος προσήκομεν” E.Or.693; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23; “τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου” Id.HG7.4.31.
II. metaph., belong to, “εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές” S.OT814; τῷ γὰρ προσήκει . . τόδε; whom does this concern? Id.El.909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος . . προσῆκε; E.Ba.1301; “νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν” Th.1.126; “τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία” X.Ages.11.6, cf. Pl.R.443a; “ὅσα τριήρεσιν προσήκει” Id.Criti. 117d, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to . ., Id.R.527d: sts. folld. by “πρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος” Hdt.8.100, cf. D.C. 58.27.
b. of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT550; Τηρεῖ: . . ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar.Pax616; “προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα” Th.6.84; “π. γένει” Ar.Ra.698: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).
2. impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with . . , Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37; “ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος” And.4.34; “οὐδ᾽ ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου” D.43.20, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ᾽ ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av.969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.
b. c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems, “οἷς προσῆκε πενθῆσαι” A.Ch.173; “οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν” S.El.1213; “τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ᾽ αὐτῷ ποιεῖν” Ar.Pl.14; “ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι” X. An.3.2.11, cf. Pl.Phdr.233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει . . λέγειν' tis not meet that thou . ., A.Ag.1551 (anap.), cf. E.Or.1071, Pl.Grg.491d, X.An.3.2.15 (the impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined, “προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις . . στέργειν, σὲ δὲ . . νομίζειν” Isoc.5.127: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)“ ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε” Th.2.46; “ἐγὼ δὲ πάνθ᾽ ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον” D.18.180, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.
III. freq. in Part. as Adj.,
1. belonging to one, “αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα” D.21.110, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. (῀ ἀλλότρια)“ ἐπικτωμένους” Th.4.61; “οἱ π. ξύμμαχοι” Id.1.40, etc.
2. befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24; “ἡ π. σωτηρία” Th.6.83; “τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι” Pl.R.332c; “τιμαί” Id.Lg.952c, cf.Epin.985d; “ἔλεος” D.21.196, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.; “τὰ π. ἔργα” Id.HG3.4.16; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl.214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra.413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb.36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; so “οὐκ ἐκ προσηκόντων” Th.3.67: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R.496a; “λόγοι π. ἀκούειν” Id.Lg.811d.
3. of persons, akin, “τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων” Hdt.6.128, cf. A.Ch.689; “γένει προσήκων βασιλεῖ” X.An.1.6.1; “οἱ προσήκοντες γένει” E.Med.1304, cf. Pl.Lg.874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.; “οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ” Hdt.4.14, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; also “οἱ π. τινός” Th.1.128, Lys.18.1, Pl.Ap.34b; “οἱ μάλιστα π.” Hdt.3.24; “πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π.” Pl.Ap.33d; Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.
b. οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R.539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra.397b: c. inf., θεὸν . . οὐδὲν προσήκοντ᾽ ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.