A.coming to the rescue; as Subst., helper, “τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη” Il.4.390; “θεὰ . . , μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν” 23.770; “μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν” Hes.Op.560; “ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε” A.R.2.1193: also as Adj., μῆτις, πύργος ἐ., ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος . . ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος.
ἐπίρροθ-ος , ον,