A.“-κέχρωκα” Plu.(v.infr.) : —rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ; “οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ᾽ ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα” Id.Im. 16 : metaph., “ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν” Plot.5.6.4:— Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep.340d.
ἐπι-χρώννυ_μι and ἐπι-ύω , fut. -χρώσω: pf.