A.mad, μάργε madman! Od.16.421; “μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν” 23.11, cf. Pi.O.2.96, etc.; “θυμὸς μ.” Thgn.1301; “λύσσης πνεύματι μάργῳ” A.Pr.884 (anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious, “μάργων ἐπιβήτορες ἵππων” Hom.Epigr.4.4, cf.A.Th.475; of wine, “οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος” Hes.Fr.121.
μάργ-ος , η, ον, also ος, ον (A.Eu.67, Pl.Lg.792e):—poet. Adj. (used once by Pl.),