A.after a long time, late, “ἐλθὼν χρόνιος” Od.17.112; “χρονία μὲν ἥκεις” Cratin.222, cf. Ar.Th.912; “χ. φανείς” S.Ph.1446 (anap.); χρόνιος (v.l. χρόνιον)“ εἰσιδὼν φίλον” E.Or.475; “τροπαίᾳ χρονίᾳ” A.Th. 706(lyr.); “χρόνιοι ξυνιόντες” Th.1.141. Adv. “-ίως” after a long time, Sammelb.4314.2 (iii B.C.).
2. for a long time, a long while, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, S.Ph.600, OC441; “μή . . χρόνιοι μέλλετε πράσσειν” Id.Ph.1449(anap.); χρόνιος ὤν, ἀπών, E.Or.485, IA1099; “χρόνιός εἴμ᾽ ἀπ᾽ ἀνθρώπων βορᾶς” Id.Cyc.249.
3. long-continued, “ἀρετὰ χρονία τελέθει” Pi.P.3.115; “ἄπλοιαι” A.Ag.149(lyr.); χρόνια λέκτρ᾽ ἔχων having been long married, E.Ph.14; “χ. ἐτῶν ἐνιαυτοί” Ar.Ra.347(lyr.); στόλος . . χ. ἐσόμενος, χρόνιος στρατεία, Th.6.31; “δεσμὰ χ.” Pl.Lg.855b; of plants, perennial, opp. ἐπέτειος, Thphr.HP1.1.9.