[46] πέζαν: τὸ ἀπολῆγον τοῦ χιτῶνος, ὃ ἡμεῖς ᾤαν λέγομεν. τὸ γὰρ πρότερον ὑπὲρ τοῦ μὴ τρίβεσθαι δέρμα προβάτου προσέρραπτο. Schol. Cf. Anth. P. 6. 287, τὰν μίαν αἱ τρισσαὶ πέζαν ὑφηνάμεθα. In 1258 infr. πέζα is used of a strand or coastline; Hom. uses it of the end of a pole, Il. 24. 272, ἐπὶ π̔υμῷ Πέζῃ ἐπὶ πρώτῃ.