ἄραμα: βόρβορος, Hsch. ἄραμεν: μένειν, and ἀράμεναι: ἡσυχάζειν, Id. (perh. for ἠρεμεῖν). ἀράμενοι: τὰ ἀπόχυτα ὕδατα, Id. ἄραμος: ἐρῳδιός, Id. ἀράνη: μεσάγκυλον, Id. (order requires ἀραύη). <ἄ>ρανις: ἔλαφος, Id. ἀράντισιν: ἐρινύσι (Maced.), Id.