A.beyond the regular number or size, prodigious, “δῶρα” Hes.Th.399 (never in Hom.); “ὦμος” Trag.Adesp.458.3; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.
2. out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.(PLG2.327); “π. λόγος” S.OT 841; “ἄγρα” E.Ba.1197(lyr.); “πάθος” Id.Supp.791 (lyr.); “βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά” Antipho Soph.51; “οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ᾽ ἔξω λόγου πέπονθας” E.Hipp.437; “περισσότερα παθήματα” Antipho 3.4.5; “τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη” Isoc.12.77; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ; “π. καὶ θαυμαστά” Arist.EN1141b6 ; πρᾶξις π. Id.Pol.1312a27 ; “οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν” Id.Metaph.1053b3 ; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47; “περιττοτάτη φύσις” Arist.HA531a9 ; συνανθρωπίζον . . πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol.1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr.409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate, “π. καὶ πεποιημένος” Id.3.4 ; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).
3. of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning, “π. ὢν ἀνήρ” E.Hipp. 948 ; “τοὺς . . π. καί τι πράσσοντας πλέον” Id.Fr.788; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph.983a2 ; “π. γένος τῶν μελιττῶν” Id.GA760a4 : freq. with the manner added, “π. κατὰ φιλοσοφίαν” Id.Pr.953a10; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol.1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA622b6; “κάλλει” Plu.Demetr.2; “ἐν ἅπασι” Id.Dem. 3; “τὴν ὥραν” Alciphr.1.12 : c. inf., D.H.Comp.18.
4. c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in . . , S.El.155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); “περιττότερος προφήτου” one greater than . . , Ev.Matt.11.9.
II. more than sufficient, superfluous, “αἱ π. δαπάναι” X.Mem.3.6.6; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν . . περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα . . Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21; “τὰ π. τῶν ἱκανῶν” Id.Hier.1.19 : freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU326ii9 (ii A.D.).
2. in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr.385, cf. S.Ant.780; “π. κἀνόνητα σώματα” Id.Aj.758; “βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι” Id.Fr.945; “ἄχθος” Id.El.1241 (lyr.); “τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ᾽ ἔπη” Id.Fr.82; “αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν” A.Th.1048; “π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι” E.Med.819; “π. φωνῶν” Id.Supp.459.
3. excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr.617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr.924 (anap.); “ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος” Pl.R.407b; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone, “οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι” Id.Ax.365c, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d; “περισσοτέρα λύπη” 2 Ep.Cor.2.7; τοῦ τὰ δέοντ᾽ ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.
4. of persons, over-wise, over-curious, “περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα” E.Hipp.445, cf.Ba.429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers, “π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης” Aeschin.1.119.
III. Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt.356e, etc.; “π. ἡμέραι” Hp.Aph. 4.61 ; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg.451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.
IV. περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.
V. περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6; “περισσόν” Dsc.4.73; “περίσκον” Orib.12.8.56.
B. Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly, “θεοσεβέεες π. ἐόντες” Hdt.2.37; ἐπαινέσεται π. E.Ba.1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med.295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44; “περισσότερον τοῦ ἑνός” Luc. Pr.Im.14; also “περισσά” Pi.N.7.43, E.Hec.579, etc.
2. remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ; “οἴκησις π. ἐσκευασμένη” Plb.1.29.7; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA589a31 ; “κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς” Plu.2.145e; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.
4. with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; “οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον πραγματεύεσθαι” Pl.Ap.20c ; οὐδὲν π. ἢ εἰ . . no otherwise than if . . , Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.
II. ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt.338c, Sph.265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg.734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22; “ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ” Luc.Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.