A.of the court, courtier-like, “κατὰ τὴν φύσιν” Plb. 23.5.4; “αὐ. ἀγχίνοια” 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., “ἐξ αὐλικωτέρων γονέων” Id.Lib.p.45 O.: as Subst., courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17.
II. αὐλικούς: κιθαρῳδούς, Suid.