A.heir, freq. the heir in possession, Is.1.44, Pl.Lg.923c; of the heir apparent, SIG884.53 (iii A.D.): c. gen. pers., Pl.Lg.923e, IG22.1623.117, Epicur.Fr.217, SIG953.65 (Cnidus, ii B.C.): c. gen. rei, Lys.32.23; “κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας” Isoc.19.9, etc.: metaph., κ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας, Id.5.136, D.22.34; τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων [δίκης] Id.21.20; “κλαρονόμος μοίσας τᾶς Δωρίδος” Mosch.3.96; “κ. καταλιπεῖν τινα” Arist.Pol.1270a28; “κ. γράφειν τινά” AP11.171 (Lucill.).
κληρόνομ-ος , Dor. κλα_ρονόμος , ὁ, (νέμομαι)