[*] 687. The following ω-verbs have second aorists of the μι form. ἁλίσκομαι (ἁλ-ο-) am captured, ἑά_λων or ἥλων (ἁλῶ, ἁλοίην, ἁλῶναι, ἁλούς). βαίνω (βα-<*> go, ἔβην (βῶ, βαίην, βῆθι and also -βα_ in composition, βῆναι, βά_ς). βιόω (βιο-) live, ἐβίων (βιῶ, βιῴην, βιῶναι, βιούς). Hom. βιώτω imper. γηράσκω (γηρα-) grow old, γηρᾶναι poet., γηρά_ς Hom. γιγνώσκω (γνο-, γνω-) know, ἔγνων (γνῶ, γνοίην, γνῶθι, γνῶναι, γνούς). -διδρά_σκω (δρα_-) run, only in composition, -έδρα_ν (-δρῶ, -δραίην, -δρᾶναι, -δρά_ς). Hdt. has ἔδρην, δρῆναι, δρά_ς in composition. δύ_ω (δυ_-) enter ἔδυ_ν entered inflected p. 140 (δύ_ω, opt. Hom. δύ_η and ἔκδυ_μεν for δυ-ίη, ἐκδύ-ι_-μεν; δῦθι, δῦναι, δύ_ς). ἔχω (σχε-) have, σχές imper. κτείνω (κτεν-, κτα-) kill, ἔκτα^ν, ἔκτα^ς, ἔκτα^, ἔκτα^μεν, 3 pl. ἔκτα^ν 551 D, subj. κτέωμεν, inf. κτάμεναι κτάμεν, part κτά_ς; ἐκτάμην was killed (κτάσθαι, κτάμενος); all poetic forms. πέτομαι (πετ-, πτε-, πτα-) fly, poet. ἔπτην (πταίην, πτά_ς), middle ἐπτάμην (πτάσθαι, πτάμενος). πτῶ, πτῆθι, πτῆναι are late. πί_νω (πι-) drink, πῖθι imper. σκέλλω in ἀποσκέλλω (σκελ-, σκλε-) dry up, ἀποσκλῆναι. τλα- endure, fut. τλήσομαι, poetic ἔτλην (τλῶ, τλαίην, τλῆθι, τλῆναι, τλά_ς). φθάνω (φθα-) anticipate, ἔφθην (φθῶ, φθαίην, φθῆναι, φθά_ς). φύ_ω (φυ_^-) produce, ἔφυ_ν was produced, am (φύω subj., φῦναι, φύ_ς 308).
[*] 687. The following ω-verbs have second aorists of the μι form. ἁλίσκομαι (ἁλ-ο-) am captured, ἑά_λων or ἥλων (ἁλῶ, ἁλοίην, ἁλῶναι, ἁλούς). βαίνω (βα-<*> go, ἔβην (βῶ, βαίην, βῆθι and also -βα_ in composition, βῆναι, βά_ς). βιόω (βιο-) live, ἐβίων (βιῶ, βιῴην, βιῶναι, βιούς). Hom. βιώτω imper. γηράσκω (γηρα-) grow old, γηρᾶναι poet., γηρά_ς Hom. γιγνώσκω (γνο-, γνω-) know, ἔγνων (γνῶ, γνοίην, γνῶθι, γνῶναι, γνούς). -διδρά_σκω (δρα_-) run, only in composition, -έδρα_ν (-δρῶ, -δραίην, -δρᾶναι, -δρά_ς). Hdt. has ἔδρην, δρῆναι, δρά_ς in composition. δύ_ω (δυ_-) enter ἔδυ_ν entered inflected p. 140 (δύ_ω, opt. Hom. δύ_η and ἔκδυ_μεν for δυ-ίη, ἐκδύ-ι_-μεν; δῦθι, δῦναι, δύ_ς). ἔχω (σχε-) have, σχές imper. κτείνω (κτεν-, κτα-) kill, ἔκτα^ν, ἔκτα^ς, ἔκτα^, ἔκτα^μεν, 3 pl. ἔκτα^ν 551 D, subj. κτέωμεν, inf. κτάμεναι κτάμεν, part κτά_ς; ἐκτάμην was killed (κτάσθαι, κτάμενος); all poetic forms. πέτομαι (πετ-, πτε-, πτα-) fly, poet. ἔπτην (πταίην, πτά_ς), middle ἐπτάμην (πτάσθαι, πτάμενος). πτῶ, πτῆθι, πτῆναι are late. πί_νω (πι-) drink, πῖθι imper. σκέλλω in ἀποσκέλλω (σκελ-, σκλε-) dry up, ἀποσκλῆναι. τλα- endure, fut. τλήσομαι, poetic ἔτλην (τλῶ, τλαίην, τλῆθι, τλῆναι, τλά_ς). φθάνω (φθα-) anticipate, ἔφθην (φθῶ, φθαίην, φθῆναι, φθά_ς). φύ_ω (φυ_^-) produce, ἔφυ_ν was produced, am (φύω subj., φῦναι, φύ_ς 308).