previous next



473. b) Infinitiv ohne Artikel als Ergänzung von Satzgliedern und Sätzen.

Der Infinitiv ohne Artikel dient ferner als Ergänzung von transitiven und intransitiven Verben, von Adjektiven und Substantiven. Die Ausdrücke, zu denen der Infinitiv als Ergänzung hinzutritt, sind folgende:

Die Ausdrücke des Denkvermögens oder der Äusserung desselben: denken, meinen, glauben, hoffen, sagen, behaupten, schwören, versprechen und das Gegenteil, als: λογίζεσθαι, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, νομίζειν, ὑποπτεύειν, argwöhnen, vermuten, ὕποπτον εἶναι, im Verdachte stehen, ποιεῖσθαι, dafür halten, ἐλπίζειν, δοκεῖν meinen u. scheinen, φαίνεσθαι, videri, u. a.; λέγειν, φάναι, μνημονεύειν, ὀμνύναι, ὑπισχνεῖσθαι, ἀπειλεῖν, αἰτιᾶσθαι, accusare, ἀρνεῖσθαι, ἀπιστεῖν u. a. X. A. 2.2.13 λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι εἰς κώμας. Dem. 18.184 (οἱ Ἀθηναῖοι) περὶ πλείονος ἐποιοῦντο τὴν τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίαν διατηρεῖν τὴν ἰδίαν πατρίδα. X. A. 1.3.1 ὑπώπτευον ἤδη ἐπὶ βασιλέα ἰέναι. Hier. 1, 15 τοὺς ἐπαινοῦντας τί δοκεῖς εὐφραίνειν, ὅταν ὕποπτοι ὦσιν ἕνεκα τοῦ κολακεύειν τοὺς ἐπαίνους ποιεῖσθαι; z, 314 ἐλπωρή τοι (sc. ἐστίνἔπειτα φίλους ἰδέειν. Th. 7.46 ἐν ἐλπίδι ὢν τὰ τείχη τῶν Ἀθηναίων αἱρήσειν. X. H. 7.5.6 ἐνταῦθα διέτριβεν ἐλπίζων τοὺς Ἀθηναίους παριόντας λήψεσθαι. Prägnant: Hdt. 2.174 ὅσοι μὲν αὐτὸν τῶν θεῶν ἀπέλυσαν μὴ φῶρα εἶναι, freisprechend erklärten, und gleich darauf das Gegenteil: ὅσοι δέ μιν κατέδησαν φῶρα εἶναι, gleichs. ihn bindend überführten, s. Valcken. 4, 68 ἢν μὲν καὶ οὖτοι . . καταδήσωσι (sc. αὐτὸνἐπιορκῆσαι. Ebenso καταφρονῶ c. inf. prägnant st. διὰ καταφρόνησιν ἡγοῦμαι, meine verächtlich: Hdt. 1.66 καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι. Th. 3.83 οἱ δὲ καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι. X. H. 4.5.12 κατεφρόνουν διὰ τὰς ἔμπροσθεν τύχας μηδένα ἂν ἐπιχειρῆσαι σφίσιν. Vgl. 5. 4, 45 κἀκεῖνοι, μάλα πρόσθεν μέγα φρονοῦντες μὴ ὑπείξειν τοῖς Θηβαίοις, ἔφυγον. Mehr Beispiele s. § 475, 4.

Anmerk. 1. Dass nach den Verben des Sagens auch ὅτι od. ὡς, dass, sehr selten aber nach den Verben des Glaubens, sowie nach φάναι gebraucht werden, werden wir § 550, A. 1 sehen. Vereinzelt ὥστε: S. OC. 970 δίδαξον, εἴ τι θέσφατον πατρὶ | χρησμοῖσιν ἱκνεῖθ̓, ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν; hierin liegt der Sinn: ein Götterspruch von der Art, dass er von seinen Söhnen getötet werde. Eur. Or. 52 ἐλπίδα δὲ δή τιν᾽ ἔχομεν, ὥστε μὴ θανεῖν, eine Hoffnung der Art, dass wir nicht sterben. [Aber ἐλπίζειν, ὡς c. acc. et inf. X. H. 6.5.42 gehört zu § 550, A. 3, b).] Einige der genannten Verben werden in anderer Bedeutung mit dem Partizipe verbunden, s. § 484. Über μή, μὴ οὐ bei dem Infinitive nach ἀρνεῖσθαι, ἀπιστεῖν u. ähnl. s. § 516, 2. 3. 4.

Anmerk. 2. Wenn nach den Verben des Glaubens und Meinens bei dem Infinitive δεῖν weggelassen zu sein scheint, so ist der Grund hiervon der, dass οἴεσθαι, ἡγεῖσθαι neben der gewöhnlichen Bedeutung meinen auch den Sinn gemeint, gesonnen sein, willens sein haben (ebenso wie δοκεῖ μοι nicht bloss = es scheint mir, sondern auch = ich beschliesse)1). Pl. Phil. 59, a εἰ περὶ φύσεως ἡγεῖταί τις ζητεῖν. X. H. 4.7.4 οἱ δ̓ ἄλλοι στρατιῶται ᾤοντο ἀπιέναι. 5. 1, 15 οἴεσθε καὶ ὑμεῖς ταῦτα πάντα καρτερεῖν.(Smyth 2016)

Die Ausdrücke des Wollens und Nichtwollens, als: βούλομαι, ἐθέλω, μέλλω, ἐπιθυμῶ, ποθῶ, εὔχομαι, wünsche, flehe, ἀξιῶ, σπουδάζω, studeo, σπεύδω, ἐπείγομαι, γλίχομαι, ὀρέγομαι, δικαιῶ, ζητῶ, προθυμοῦμαι, πρόθυμός εἰμι, ἐπιχειρῶ, πειρῶμαι, μελετῶ, βουλεύομαι, ἐπιβουλεύω, habe vor, διανοοῦμαι, προαιροῦμαι, ἐπέχω in animo habeo, Hdt., ψηφίζομαι, δοκεῖ, δέδοκται es ist beschlossen, placet, μέλει μοι, παρασκευάζομαι, μηχανῶμαι, τολμῶ, θαρρῶ, wage, ὑπομένω, εἴωθα u. a.; αἰτῶ, αἰτοῦμαι, λίσσομαι poet., δέομαι, bitte (bedarf), ἱκετεύω, παραινῶ, ἐπιτέλλω ep., παροξύνω, προτρέπω, ἐπαίρω, πείθω u. neuion. ἀναγινώσκω, überrede, παρασκευάζω = πείθω Th. 7. 35, 1, συμβουλεύω, νουθετῶ, κελεύω, ἐπι-, προστάττω, δια-, παρακελεύομαι, παραγγέλλω, ἀναγκάζω, die Verben des Sagens in d. Bdtg. von κελεύω, als: λέγω, εἶπον, φωνῶ u. a.; ἐῶ, συγχωρῶ, ἀφίημι, lasse, ἐπιτρέπω, lasse zu, δίδωμι, gestatte, ἀμελῶ u. a.; δέδοικα, φοβοῦμαι, δέος, φόβος ἐστί, εὐλαβοῦμαι, φεύγω, ἀναβάλλομαι, ὀκνῶ, αἰσχύνομαι, scheue mich, u. a.; poet. ἐλεαίρω υ, 202, es thut mir leid, οἰκτίρω S. Ai. 653, ubi v. Schneidew., νεμεσίζομαι *r, 254, στυγέω *a, 186, μισέω *r, 272, ἀπαγορεύω, ἔχω, halte ab, κατέχω, κωλύω, εἴργω, ἐμποδών εἰμι, u. a., ῥύομαι, schütze vor etw., poet. σῴζω; ἡσυχίαν, πράγματα, ἀσχολίαν, ὄχλον παρέχω τινί, ἐξουσίαν δίδωμι u. ähnl. Lys. 16.20 νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. Isocr. 4.87 ἠπείχθησαν μετασχεῖν τῶν κικδύνων. Dem. 18.207 τῆς τιμῆς ἐμὲ ἀποστερῆσαι γλίχεται. X. M. 4.5.11 τὰ ἥδιστα ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖ ποεῖν. Vgl. An. 5. 4, 33. Hdt. 6.100 ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν. P. Charm. 176c τί βουλεύεσθον ποιεῖν; X. A. 3.4.17 ἐμελέτων τοξεύειν. Ap. 3 ἀπολογεῖσθαι μελετῶν. Vgl. Comm. 3. 9, 14. Oec. 11, 22. 23. *l, 783 Πηλεὺς μὲν παιδὶ γέρων ἐπέτελλ᾽ Ἀχιλῆι | αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων. P. Lach. 186d καθάπερ ἄρτι Λάχης μὴ ἀφίεσθαί σε ἐμοῦ διεκελεύετο ἀλλὰ ἐρωτᾶν, καὶ ἐγὼ νῦν παρακελεύομαί σοι μὴ ἀφίεσθαι Λάχητος. Th. 6.13 τοῖς πρεσβυτέροις ἀντι- παρακελεύομαι μὴ καταισχυνθῆναι. Dem. 18.34 ἀξιῶ καὶ δέομαι τοῦτο μεμνῆσθαι παρ᾽ ὅλον τὸν ἀγῶνα. P. Lach. 200b δοκεῖς μοι καὶ μάλα σφόδρα δεῖσθαι μαθεῖν. X. A. 1.8.3 τοῖς ἄλλοις πᾶσι παρήγγελλεν ἐξοπλίζεσθαι. Hdt. 6.75 τὴν Πυθίην ἀνέγνωσε τὰ περὶ Δημάρητον γενόμενα λέγειν, vgl. 83, Ar. N. 42 ἥτις με γῆμ᾽ ἐπῆρε τὴν σὴν μητέρα. Lys. 16.21 τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως; Vgl. Pl. Hipp. 2. 373, a. Civ. 416, c. S. Ai. 1089 καὶ σοὶ προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν. S. OC. 840 χαλᾶν λέγω (gebiete) σοι. Σοὶ δ̓ ἔγωγ̓ ὁδοιπορεῖν. Th. 3.15 τοῖς ξυμμάχοις κατὰ τάχος ἔφραζον ἰέναι ἐς τὸν Ἰσθμόν. Vgl. X. A. 1.6.3. Th. 7.29 εἰπόντες τοὺς πολεμίους βλάψαι, ubi v. Poppo ed. maj. Vgl. 4, 2. 3, 3. X. A. 2.3.2. Th. 8.86 ἀποκτείνειν ἐβόων τοὺς τὸν δῆμον καταλύονταςvociferantes jubebant”. Vgl. X. A. 1.8.19. So *a, 23 ἐπευφήμησαν (acclamarunt) Ἀχαιοὶ | αἰδεῖσθαί θ̓ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα. X. A. 3.4.36 ἐκήρυξε τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι. 5. 2, 30 τῷ Μυσῷ ἐσήμηνε φεύγειν ἀνὰ κράτος. Th. 1.132 λύει τὰς ἐπιστολὰς ἐν αἷς αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν, man solle ihn töten. 3. 1, 7 πέμπουσιν οἱ ἔφοροι ἀπολιπόντα Λάρισαν στρατεύεσθαι ἐπὶ Καρίαν, die Ephoren schicken, er solle zu Felde ziehen. 3. 4, 27 ἔρχεται ἀπὸ τῶν οἴκοι τελῶν ἄρχειν καὶ τοῦ ναυτικοῦ, es kommt (der Befehl), er solle, vgl. Ag. 1, 36. Cy. 8. 8, 6 οὐδέ γε ἁθροίζεσθαι εἰς βασιλικὴν στρατείαν θαρροῦσι. Th. 3.110 παρεσκευάζετο βοηθεῖν ἐπ̓ αὐτούς. Vgl. 5, 58. 8, 87. Hdt. 5.49 ἀναβάλλομαί τοι (= σοι) ὑποκρίνεσθαι. Vgl. 6, 86, β. 9, 8. 7, 11 τοῦτό σε ῥύσεται (schützen) μηδένα ἄξιον μισθὸν λαβεῖν. Eur. Alc. 11 ὃν θανεῖν ἐρρυσάμην. H. f. 197 τὸ σῶμα ῥύεται μὴ κατθανεῖν. Ph. 600 αἵ σε σῴζουσιν θανεῖν. Hdt. 6.96 ἐπὶ ταύτην πρώτην ἐπεῖχον στρατεύεσθαι, nahmen sich vor. Vgl. 1, 80. 153. Th. 3.20 ἐπιβουλεύουσιν . . ἐξελθεῖν, vgl. Lys. 3.42. 13, 12. X. An. 5. 6, 29. Conv. 4, 52, ubi v. Herbst. P. Prot. 343c, ubi v. Sauppe. Dem. 21.16. 88. 37, 24. Σ, 178, f. σέβας (Scheu) δέ σε θυμὸν ἱκέσθω | Πάτροκλον Τρῴῃσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι. X. C. 1.3.11 δός μοι τρεῖς ἡμέρας ἄρξαι αὐτοῦ. Eur. Hec. 768 πατήρ νιν ἐξέπεμψεν ὀρρωδῶν θανεῖν. P. Gorg. 457e φοβοῦμαι διελέγχειν σε. X. A. 2.4.3 ἵνα καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι φόβος εἴη ἐπὶ βασιλέα μέγαν στρατεύειν. P. Lys. 207e διακωλύουσι τοῦτο ποιεῖν. Dem. 1.12 τί τὸ κωλῦον ἔτ᾽ αὐτὸν ἔσται βαδίζειν ὅποι βούλεται; Vgl. Isocr. 4.90. Th. 1.16 ἐπεγένετο ἄλλοις ἄλλοθι κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι, vgl. 4, 67. X. C. 7.2.17 ἀμελήσας ἐρωτᾶν τὸν θεόν. Vgl. P. Phaed. 98d. Isae. 10.5. X. oec. 1, 22 ἀπολείπουσι τούτους κακῶς γηράσκειν, prägnant st. ἀπολείποντες ἐῶσι. Eur. M. 373 τήνδ᾽ ἀφῆκεν ἡμέραν | μεῖναί με. Isae. 6.40 οὐδὲ τότε ἠφίουν εἰσιέναι, ubi v. Schoem. Th. 5.91 καὶ περὶ μὲν τούτου ἡμῖν ἀφείσθω κινδυνεύεσθαι. *n, 280 οὐδέ οἱ ἀτρέμας ἧσθαι ἐρητύετ᾽ ἐν φρεσὶ θυμός, konnte sich nicht halten, ruhig zu sitzen. Vgl. I, 462 f. X. C. 4.5.46 (οἱ ἵπποι) πράγματα παρέξουσιν ἐπιμέλεσθαι. Ag. 1, 7 Ἀγησίλαος ὑπέστη ἀσχολίαν αὐτῷ παρέξειν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. Vgl. An. 3. 2, 27. P. Phaed. 115a. X. O. 4.3 ἀσχολίας μάλιστα ἔχουσι καὶ φίλων καὶ πόλεως συνεπιμελεῖσθαι αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι. Cy. 8. 1, 18 οὐκ ἐσχόλαζε τοῖς τοιούτοις ὑπακούειν, vgl. Comm. 3. 9, 9. Comm. 2. 1, 25 πανταχόθεν ὠφελεῖσθαι τοῖς ἐμοὶ ξυνοῦσιν ἐξουσίαν ἔγωγε παρέχω. Th. 3.40 ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν λήψονται. Dem. 8.52 ἡσυχίαν ποιοῦσιν ἐκείνῳ πράττειν τι βούλεται.(Smyth 1991)

Anmerk. 3. Hierher gehört auch μένειν u. seine Komposita mit dem Infinitive warten, abwarten, worin der Begriff des Willens liegt. Aesch. Ag. 458 Ch. μένει δ̓ ἀκοῦσαί τί μου | μέριμνα νυκτηρεφές. P. Theaet. 173c ἕκαστος αὐτῶν (τῶν λόγων) περιμένει ἀποτελεσθῆναι. Häufiger mit dem Akkus. und Inf., so fast immer in Prosa. *d, 247 μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; vgl. a, 422. ζ, 98. Th. 3.2 νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι. 4, 135 οὐκ ἀνέμεινεν ἡμέραν γενέσθαι Vgl. 120. X. A. 3.1.14 ποίαν ἡλικίαν ἐμαυτῷ ἐλθεῖν ἀναμένω; Vgl. 24. Pl. civ. 375, c οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, ἀλλ᾽ αὐτοὶ φθήσονται αὐτὸ δράσαντες.

Anmerk. 4. Auch zu den Ausdrücken des Naheseins und Fernseins von etwas: πολλοῦ, μικροῦ, τοσούτου δέω u. a. (§ 477, e), παρὰ μικρὸν ἦλθον u. a. (§ 440, S. 514) tritt ein ergänzender Infinitiv. Pl. Ap. 30, d πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι. Isocr. 7.6 παρὰ μικρὸν ἤλθομεν ἐξανδραποδισθῆναι Luc. Catapl. 425 παρὰ τοσοῦτον ἦλθε διαφυγεῖν. Ähnlich bei κινδυνεύειν Gefahr laufen, nahe daran sein, daher auch videri. Th. 3.74 πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι. Pl. Ap. 40, b κινδυνεύει μοι τὸ ξυμβεβηκὸς τοῦτο ἀγαθὸν γεγονέναι.

Anmerk. 5. Über die Konstruktion mehrerer der angegebenen Verben mit dem Partizipe s. § 484.

Anmerk. 6. Mehrere Verben dieser Klasse werden zuweilen mit ὥστε c. infinitivo verbunden, um die Beziehung einer Wirkung oder Folge, oder mit ὅπως, ὡς, ἵνα c. verbo finito, um die Beziehung einer Absicht auszudrücken. Ὥστε schon bei Homer. *i, 42 εἰ δέ σοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται, ὥστε νέεσθαι, wenn sich dir das Gemüt so getrieben fühlt, dass. S. OC. 1350 δικαιῶν ὥστ᾽ ἐμοῦ κλύειν λόγους, den Wunsch hegend, dass er meine Worte höre. Eur. Suppl. 581 οὔτοι μ̓ ἐπαίρεις ὥστε θυμοῦσθαι, keineswegs reizest du mich so, dergestalt, versetzest du mich in eine so gereizte Stimmung, dass. Hipp. 1327 Κύπρις γὰρ ἤθελ᾽ ὥστε γίγνεσθαι τάδε, der Kypris' Wille war der (ein solcher), dass. Vgl. Pind. N. 5, 35. Th. 1.119 δεηθέντες ἑκάστων ἰδίᾳ ὥστε ψηφίσασθαι τὸν πόλεμον, so bittend, dass. 5, 17 ψηφισαμένων ὥστε καταλύεσθαι. Vgl. 6, 88. X. C. 2.2.20. Th. 8.79 δόξαν αὐτοῖς (da von ihnen so beschlossen war) ἀπὸ ξυνόδου, ὥστε διαναυμαχεῖν. 86 ἐπαγγελλόμενοι τῷ δήμῳ ὥστε βοηθεῖν. 6, 17 ξυνεχωρεῖτο ὥστε . . τὴν εἰρήνην ποιεῖσθαι, ita inter eos conveniebat, ut. 8, 63 τῶν Σαμίων προὐτρέψαντο τοὺς δυνατοὺς ὥστε πειρᾶσθαι μετὰ σφῶν ὀλιγαρχηθῆναι. X. C. 6.3.19 πάνυ μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι ὁπόσον κατεῖχον χωρίον. Th. 1.49 ἀπεχόμενοι ὥστε μὴ ἐμβάλλειν τινί. Sehr oft πείθω τινὰ ὥστε, ich versetze einen durch Überredung in eine solche Stimmung, dass. Hdt. 7.6 ἀνέπεισε Ξέρξεα ὥστε ποιέειν ταῦτα. Vgl. 6, 5. Th. 2.101 ἀναπείθεται ὑπὸ Σεύθου ὥστ᾽ ἐν τάχει απελθεῖν. 3, 31 πείσειν Πισσούθνην ὥστε ξυμπολεμεῖν. Vgl. Antiph. 5.95. So auch παρασκευάζειν = πείθειν Th. 3. 36, 5. X. H. 7.2.13 ὥστε τὴν σύντομον . . ἀφικέσθαι, πρὸ τοῦ τείχους φάραγξ εἶργε. Vgl. An. 3. 3, 16 u. das. Kühner's Bmrk. 3. 5, 11. Lys. 18.22 οἶς τύχη παρέδωκεν ὥστ᾽ ἔτι παῖδας ὄντας . . βοηθῆσαι τῷ πλήθει. Über φοβεῖσθαι, δεδιέναι, φυλάττεσθαι ὥστε s. § 590, h). — q, 344 λίσσετο δ̓ αἰεὶ | Ἥφαιστον κλυτοεργόν, ὅπως λύσειεν Ἄρηα. Hdt. 9.117 ἐδέοντο τῶν στρατηγῶν, ὅκως ἀπάγοιεν σφέας ὀπίσω. Über ὅκως ἄν c. opt. b. Hdt. s. § 552, A. 3 a. E. Antiph. 1.12 ὑμᾶς ζητοῦσιν αἰτεῖσθαι, ὅπως αὐτῶν μὴ καταψηφίσησθε (wo Blass jedoch παραιτεῖσθαι schreibt). Dem. 18.155 (in einem Psephisma) ἀξιοῦν, ἵνα βοηθήσῃ. b, 316 πειρήσω, ὥς κ̓ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω. X. A. 3.2.3 πειρᾶσθαι, ὅπως, ἢν δυνώμεθα, καλῶς νικῶντες σῳζώμεθα. Isae. 7.27 διεκελεύεθ᾽ ὅπως ἄν, εἴ τι πάθοι πρότερον, ἐγγράφωσί με. P. Phaed. 59e οἱ ἕνδεκα παραγγέλλουσιν (sc. Σωκράτει), ὅπως ἂν τῇδε τῇ ἡμέρᾳ τελευτήσῃ. Gorg. 523, d τοῦτο μὲν οὖν καὶ δὴ εἴρηται Προμηθεῖ, ὅπως ἂν παύσῃ αὐτῶν. Civ. 339, a ἔμοιγε ἀπηγόρευες, ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην. So παρασκευάζομαι, διανοοῦμαι, μηχανῶμαι, γλίχομαι, διακελεύομαι, παρακελεύομαι, δέομαι ὅπως c. ind. fut. Hdt. 6.133 οἱ Πάριοι, ὅκως μέν τι δώσουσι Μιλτιάδῃ ἀργυρίου, οὐδὲν διενοεῦντο, οἱ δέ, ὅκως διαφυλάξουσι τὴν πόλιν, τοῦτο ἐμηχανέοντο. 7, 161 ὡς στρατηγήσεις τῆς Ἑλλάδος, γλίχεαι. 8, 15 οἱ μὲν δή παρεκελεύοντο ὅκως μὴ παρήσουσι ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, οἱ δέ, ὅκως κρατήσουσι. Th. 2.99 παρεσκευάζοντο ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, ubi v. Poppo. Vgl. 8, 10. X. A. 3.1.13. Th. 5.36 ἐδέοντο ὕπως παραδώσουσι. Lys. 31.17 οὗτος οὐχ ὅπως ὠφελήσει τὴν πόλιν διενοήθη, ἀλλ᾽ ὅπως τι κερδανεῖ παρεσκευάσατο. Pl. civ. 415, b παραγγέλλει θεὸς ὅπως μηδενὸς οὕτω φύλακες ἀγαθοὶ ἔσονται μηδ᾽ οὕτω σφόδρα φυλάξουσι μηδὲν ὡς τοὺς ἐκγόνους. 549, e διακελεύονται ὅπως, ἐπειδὰν ἀνὴρ γένηται, τιμωρήσεται πάντας τοὺς τοιούτους2). Über σπεύδειν, σπουδάζειν ὅπως s. § 552. Ein auffallender Wechsel der Konstruktion nach βούλεσθαι Th. 3.51 ἐβούλετο δὲ Νικίας τὴν φυλακὴν . . εἶναι, τούς τε Πελοποννησίους ὅπως μὴ ποιῶνται ἔκπλους . ., τοῖς τε Μεγαρεῦσιν ἅμα μηδὲν ἐσπλεῖν (nihil importari) [Stahl schiebt vor ὅπως ein: σκοπῶν]. (Smyth 1995)

Anmerk. 7. Auf πείθειν in der Bdtg. überzeugen folgt in der Regel ein durch ὡς, dass, eingeleiteter Substantivsatz, seltener Acc. c. Inf. Pl. civ. 327, e ἢν πείσωμεν ὑμᾶς, ὡς χρὴ ἡμᾶς ἀφεῖναι. Vgl. ib. 364, b. X. Comm. 1. 1, 1. Pl. leg. 801, b; aber Pl. civ. 368, a εἰ μὴ πέπεισθε ἀδικίαν δικαιοσύνης ἄμεινον εἶναι, vgl. Dem. 4.51. Auch findet sich das Partizip mit ὡς. Pl. civ. 560, d μετριότητα ὡς ἀγροικίαν οὖσαν πείθοντες ὑπερορίζουσι, d. i. πείθοντες τοὺς ἀνθρώπους λέγοντες αὐτὴν εἶναι ἀγροικίαν. Phaedr. 245, a πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος. Über ὡς s. § 488.

Anmerk. 8. Über μή, μὴ οὐ bei dem Infinitive nach den Verben des Abhaltens, Verhinderns, Verbietens u. dgl. s. § 516, 2. 3, 4.

Die Ausdrücke des Könnens, Vermögens, der Kraft, Fähigkeit, Tüchtigkeit und des Gegenteils, als: δύναμαι, δυνατός εἰμι, οἷός εἰμι, häufiger οἷός τ᾽ εἰμί (bin im stande, fähig, vermag), ἔχω (kann), δίκαιός εἰμι (bin berechtigt); ἔστιν, πάρ-, ἔξ-, ἔνεστιν, licet, ἐνδέχεται es ist zulässig, möglich, δεινός (stark, geschickt), ἱκανός, ἐπιτήδειος (geeignet), ἀγαθός, κακός, ἥσσων, so auch b. Hom. τοῖος, τοιόσδε, τοιοῦτος, ποῖος, τηλίκος εἰμί; αἴτιός εἰμι (auctor sum, verursache) u. a.; die Verben des Machens, Bewirkens, als: ποιῶ, πράττω, διαπράτ- τομαι, κατεργάζομαι, κατασκευάζω, καθίστημι, vereinzelt καθίζω u. a. (ποιῶ auch in der Bedeutung: setze den Fall, nehme an, wie lat. fac c. Acc. c. Inf.); des Erwählens, Ernennens, Nennens, Erziehens, Lehrens; die Verben εἰμί, πάρειμι und πέφυκα, wenn sie die Bedeutung haben: ich bin wozu da, ich bin von Natur befähigt, geeignet, habe von Natur die Beschaffenheit oder Eigenschaft. P. Symp. 201c σοὶ οὐκ ἂν δυναίμην ἀντιλέγειν. X. A. 2.2.11 ἐκ τῆς χώρας οὐδὲν εἴχομεν λαμβάνειν. Vgl. 3. 2, 12. 7. 6, 39. Dem. 23.111 οὐκ ἀπορῶ εἰπεῖν πολλά, vgl. X. O. 8.10. i, 411 νοῦσόν γ̓ οὔπως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι. Vgl. ε, 103. X. Hier. 4, 9 τοῖς ἰδιώταις ἔξεστι τὰς δαπάνας συντέμνειν, τοῖς δὲ τυράννοις οὐκ ἐνδέχεται. Comm. 1. 2, 23 πῶς οὖν οὐκ ἐνδέχεται σωφρονήσαντα πρόσθεν αὖθις μὴ σωφρονεῖν; *n, 483 καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν. *o, 570 ἄλκιμος . . μάχεσθαι. q, 123 θείειν ἄριστος. X. C. 1.3.18 δεινότερος διδάσκειν. Vgl. Comm. 2. 6, 36. Hdt. 1.136 μάχεσθαι εἶναι ἀγαθόν. 193 χώρη ἀγαθὴ ἐκφέρειν καρπόν. 6, 108 ἀνδράσι τιμωρέειν ἐοῦσι οὐ κακοῖς. [Ἀγαθός ist aus dem Zusammenhange zu dem Infinitive zu ergänzen: Eur. Or. 718 πλὴν γυναικὸς οὕνεκα στρατηλατεῖν (sc. ἀγαθός), | τἆλλ᾽ οὐδέν, κάκιστε τιμωρεῖν φίλοις. Rh. 105 εἴθ᾽ ἦσθ᾽ ἀνὴρ εὔβουλος, ὡς δρᾶσαι χερί, sc. ἀγαθός3).] Th. 1.70 ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ, ἂν γνῶσιν. Vgl. Dem. 3.15. Th. 2.60 οὐδενὸς οἴομαι ἥσσων εἶναι γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα. X. A. 2.3.4 ἱκανοὶ ἔσονται . . ἀπαγγεῖλαι, vgl. Cy. 1. 4, 12. An. 5. 2, 12 ἐπιτηδείους τούτων ἐπιμεληθῆναι. Hdt. 1.32 οὗτος τὸ οὔνομα τοῦτο δίκαιός ἐστι φέρεσθαι. b, 272 οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε. Von Theokr. 17, 13 nachgeahmt οἶος μὲν ἔην τελέσαι μέγα ἔργον. Vgl. ξ, 491. Daneben οἷός τε. τ, 160 f. ἀνὴρ οἷός τε μάλιστα | οἴκου κήδεσθαι, vgl. φ, 117. 173. Oft auch in der Prosa. X. H. 2.3.45 ἐγώ εἰμι οἷος ἀεί ποτε μεταβάλλεσθαι. Ag. 8, 2 (Ἀγησίλαος) ἥκιστα ὢν οἷος μεγαληγορεῖν ὅμως τῶν ἐπαινούντων αὑτοὺς οὐ βαρέως ἤκουεν. Pl. Phaedr. 256, a οἷός ἐστι μὴ ἂν ἀπαρνηθῆναι. Hipp. 1. 283, c πότερον σοφία σὴ οὐχ οἵα τοὺς συνόντας αὐτῇ εἰς ἀρετὴν βελτίους ποιεῖν; Vgl. § 585, 5. b, 60 ἡμεῖς δ̓ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν. *z, 463 χήτεϊ τοιοῦδ̓ ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ. h, 309 οὔ μοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ | μαψιδίως κεχολῶσθαι. w, 254 τοιούτῳ δ̓ ἔοικας . . εὑδέμεναι μαλακῶς. f, 195 ποῖοί κ̓ εἶτ᾽ Ὀδυσῆι ἀμυνέμεν; g, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν | τίσασθαι μνηστῆρας. r, 20 οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί ich bin nicht mehr in dem Alter, um im Gehöfte zu bleiben. *w, 369 γέρων δέ τοι οὗτος ὀπηδεῖ | ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, zu schwach, um. S. § 584, A. 2. Eur. Heracl. 744 κακὸς μένειν δόρυ. Hdt. 6.109 ὀλίγους εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβάλλειν in zu geringer Anzahl, um. Vgl. 7, 207. Th. 1.50 ὀλίγαι (νῆες ἦσαν) ἀμύνειν. 2, 61 ταπεινὴ ὑμῶν διάνοια ἐγκαρτερεῖν ἔγνωτε zu schwach, um. X. Ag. 7, 1 ὥς γε μὴν φιλόπολις ἦν, καθ᾽ ἓν μὲν ἕκαστον μακρὸν ἂν εἴη γράφειν (ubi v. Breitenb.), zu weitläuftig. Oec. 16, 11 σκληρὰ . . γῆ ἔσται κινεῖν τῷ ζεύγει, zu spröde. Pl. Menex. 239 b χρόνος βραχὺς ἀξίως διηγήσασθαι, zu kurz, um, ubi v. Stallb. Civ. 556, b μαλακοὺς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας. Criti. 119, b μακρὸς ἂν χρόνος εἴη λέγειν. X. H. 7.4.19 αἴτιος ἐδόκει εἶναι τὴν μάχην συνάψαι. Lys. 19.51 αἴτιοί εἰσιν ὑμῖν πολλῶν ἤδη ψευσθῆναι. Hdt. 7.129 ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους εἶναι ποιέει. X. C. 6.2.29 κατὰ μικρὸν παράλλαξις πᾶσαν ποιεῖ φύσιν ὑποφέρειν τὰς μεταβολάς. Hdt. 5.25 καταστήσας Ἀρταφρένεα ἀδελφεὸν ὕπαρχον εἶναι. Vgl. 94. Th. 6.16 Λακεδαιμονίους κατέστησα (effeciἐν Μαντινείᾳ περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίσασθαι, vgl. 2, 84. X. Ag. 3, 3 Φαρνάβαζος γῆμαι τὴν βασιλέως ἔπραττε θυγατέρα, efficere studebat. Vgl. Hell. 6. 5, 6. X. C. 2.2.14 τοῦ κλάειν καθίζοντος τοὺς φίλους (sonst mit Part., vgl. § 484, 20; hier der Inf., vielleicht um das Zusammentreffen zweier Partizipien zu vermeiden). Hdt. 5.97 στρατηγὸν ἀποδέξαντες αὐτῶν εἶναι Μελάνθιον, vgl. 99. 7, 154 ἀπεδέχθη εἶναι ἵππαρχος. X. ven. 12, 14 παίδευσις καλὴ διδάσκει χρῆσθαι νόμοις καὶ λέγειν περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀκούειν. Hdt. 4.33 τὰς ὀνομάζουσι Δήλιοι εἶναι Ὑπερόχην τε καὶ Λαοδίκην, vgl. P. Prot. 311e. 325, a. Lach. 192, a. Phil. 13, b. Civ. 428, e. X. ap. 13οἰωνούς τε καὶ φήμας καὶ μάντεις ὀνομάζουσι τοὺς προσημαίνοντας εἶναι”, ubi v. Born. Is. 2, 41 προδοῦναι τὸν πατέρα, οὗ εἶναι ὠνομάσθην, ubi v. Schoemann. Isocr. 16.11 οἳ καὶ τοὺς ἄλλους διδάσκειν τέκνην ἔχουσιν. *n, 312 νηυσὶ μὲν ἐν μέσσῃσιν ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἄλλοι, auch andere sind da = vermögen abzuwehren. c, 496 ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρείδῃ. *i, 688. *w, 489. i, 248. s, 371. x, 116. α, 261 f. φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος ὄφρα οἱ εἴη | ἰοὺς χρίεσθαι. x, 106 εἵως μοι ἀμύνεσθαι πάῤ (= πάρεισιν) ὀιστοί. Eur. J. A. 1478 πλόκαμος ὅδε (ἐστὶ) καταστέφειν | χερνίβων γε παγαῖς, hier ist mein Haar, um es mit Weihwasser zu besprengen, worin der Sinn liegt: man kann besprengen. Or. 1474 ποῦ δῆτ᾽ ἀμύνειν (εἰσὶν) οἱ κατὰ στέγας Φρύγες; Vgl. Andr. 50. Th. 2.64 πάντα πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι. 4, 61 πέφυκε τὸ ἀνθρώπειον διὰ παντὸς ἄρχειν μὲν τοῦ εἴκοντος, φυλάσσεσθαι δὲ τὸ ἐπιόν (id, quod adversatur). Dem. 8.42 ἐστὲ ὑμεῖς οὐκ αὐτοὶ πλεονεκτῆσαι καὶ κατασχεῖν ἀρχὴν εὖ πεφυκότες. S. Ph. 80 ἔξοιδα, παῖ, φύσει σε μὴ πεφυκότα | τοιαῦτα φωνεῖν μηδὲ τεχνᾶσθαι κακά. 88 ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς. Vgl. Ant. 523.

Anmerk. 9. Statt des blossen Infinitivs wird bei einigen Verben dieser Klasse zuweilen ein mit ὥστε c. inf. eingeleiteter Folgesatz gebraucht. P. Phaedr. 269d τὸ μὲν δύνασθαι ὥστε ἀγωνιστὴν τέλεον γενέσθαι, ubi v. Stallb., eine solche Fähigkeit zu besitzen, dass. Prot. 338, c ἀδύνατον ὑμῖν ὥστε Πρωταγόρου τοῦδε σοφώτερόν τινα ἑλέσθαι, ihr seid nicht in einer solchen Lage, dass ihr . . wählen könnt. Gorg. 479, a ὃς ἂν διαπράξηται ὥστε μήτε νουθετεῖσθαι μήτε κολάζεσθαι, der es dahin bringt, dass (aber gleich darauf διαπράξαιτο μὴ διδόναι). Leg. 709, e τί σοι δῶμεν, λαβὼν ἕξεις ὥστε . . τὴν πόλιν ἱκανῶς διοικῆσαι; ubi v. Stallb. Polit. 295, a πῶς γὰρ ἄν τις ἱκανὸς γένοιτ᾽ ἄν ποτε ὥστε ἀεὶ προστάττειν τὸ προσῆκον; wie könnte einer eine solche Fähigkeit haben, dass. Vgl. Phaedr. 258, b. Leg. 875, a. X. A. 1.6.6 ἐποίησα ὥστε δόξαι τούτῳ τοῦ πρὸς ἐμὲ πολέμου παύσασθαι, effeci, ut. Vgl. Hell. 6. 1, 10. Ag. 1, 37. Cy. 3. 2, 29. S. Ph. 656 ἆρ᾽ ἔστιν ὥστε κἀγγύθεν θέαν λαβεῖν; ubi v. Schneidew., fierine potest, ut . .? (Aber ἔστι . . λαβεῖν einfach licet c. inf.). Vgl. Dem. 19.114. Th. 8.45 τοὺς στρατηγοὺς ἐδίδασκεν ὥστε . . αὐτὸν πεῖσαι, ὥστε ξυγχωρῆσαι ταῦτα ἑαυτῷ, ita docebat, ut. 1, 120 οὐχὶ διδαχῆς δέονται ὥστε φυλάξασθαι αὐτούς, sie bedürfen keiner Belehrung in der Weise, dass man sich vor ihnen hüten müsse. Nach ποιεῖν folgt bisweilen ὅπως c. ind. fut., wenn es den Begriff der Sorge einschliesst, s. § 552, 1; aber Hdt. 2.160 οὐδεμίαν γὰρ εἶναι μηχανὴν ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ ἀγωνιζομένῳ προσθήσονται, ἀδικέοντες τὸν ξεῖνον steht ὅκως st. ὡς, dass, nullo pacto fieri posse, quin, vgl. Anm. 11. Vereinzelt πέφυκα ὥστε Isocr. 15.175 εἰ δὲ τοὐναντίον πέφυκεν ( φιλοσοφία), ὥστ᾽ ὠφελεῖν τοὺς πλησιάζοντας offenbar der Symmetrie wegen, da vorhergeht: εἰ μὲν φιλοσοφία τοιαύτην ἔχει δύναμιν ὥστε διαφθείρειν τοὺς νεωτέρους. (Anders in Verbindung mit dem Partizipe: P. Phaedr. 270d τίνα δύναμιν τὸ ἁπλοῦν πέφυκε ἔχον, welche Bedeutung hat das Einfache von Natur? Vgl. Stallb.).

Anmerk. 10. Ausser der angeführten Konstruktion von αἴτιος c. inf. kommen noch folgende vor4): a) αἴτιος τοῦ ποιεῖν (X. H. 7.2.10. 5, 18 u. s. w.); b) αἴτιός σοί εἰμι τοῦ ποιεῖν τι (X. M. 4.4.15. Pl. Crat. 396, a u. s. w.); ähnlich P. Phaed. 97a αὕτη αἰτία αὐτοῖς ἐγένετο δύο γενέσθαι; c) mit Auslassung des Dativs (Hdt. 3.12. 4, 43. X. M. 1.6.8 u. s. w.); d) αἴτιός εἰμί σε ποιεῖν τι (Hdt. 2.20. 26. Lys. 26.13 u. s. w.); e) αἴτιός εἰμι ποιεῖν τι st. αἴτιός σοί εἰμι ποιεῖν τι (Th. 1.74 ὃς αἰτιώτατος [sc. αὐτοῖς] ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι ἐγένετο. X. H. 7.4.19. S. Ant. 1173; f) αἴτιός εἰμι τό σε ποιεῖν τι nur vereinzelt, s. § 479. (Smyth 2000)

Die Ausdrücke: γίγνεται, es geschieht, γίγνεταί μοι, obtingit mihi, συμβαίνει, συμφέρει, συμφέρεται, es ereignet sich, συμπίπτει, es ereignet sich gleichzeitig, u. a.; die Ausdrücke des Sollens und Müssens, als: χρή, δεῖ, προσήκει, πρέπει u. dgl. S. Ai. 378 οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ταῦθ̓ ὅπως οὐχ᾽ ὧδ᾽ ἔχειν = οὐκ ἂν γένοιτο οὐδαμῶς ταῦτα οὐχ ὧδε ἔχεινber οὐχ ὅπως οὐ s. § 554, A. 9). Ph. 324 θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαί ποτε. X. C. 5.2.12 εὔχονται πᾶσι θεοῖς γενέσθαι ποτὲ ἐπιδείξασθαι, ὡς πιστοί εἰσιν. 6. 3, 11 λαβεῖν μοι γένοιτο αὐτόν. Hdt. 6.117 συνήνεικε δὲ αὐτόθι θωῦμα γενέσθαι τοιόνδε. 1, 19 συνηνείχθη τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα. Th. 1.23 παθήματα ξυνηνέχθη γενέσθαι ἐν αὐτῷ (τῷ πολέμῳτῇ Ἑλλάδι, οἷα οὐχ ἕτερα ἐν ἴσῳ χρόνῳ. 2, 61 ἐπειδὴ ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι. Dem. 18.46 συμβέβηκε τοῖς πλήθεσιν ἀντὶ τῆς ἀκαίρου ῥᾳθυμίας τὴν ἐλευθερίαν ἀπολωλεκέναι. Hdt. 1.139 τόδε ἄλλο σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι, vgl. 5, 35. Bei Hdt. καταλαμβάνει με es trifft mich, daher es ereignet sich mir. 3, 118 Ἰνταφρένεα κατέλαβε ἀποθανεῖν αὐτίκα. 6, 38 Στησαγόρεα κατέλαβε ἀποθανεῖν ἄπαιδα. Vgl. 6, 103. X. C. 7.5.84 τῷ ἀρετῆς ἐρήμῳ οὐδὲ ἄλλο καλῶς ἔχειν οὐδὲν προσήκει. An. 2. 1, 16 τί χρὴ ποιεῖν;

Anmerk. 11. Sowie im Lateinischen auf fit, accidit, evenit, contingit stets ein Folgesatz mit ut folgt, so bisweilen auch im Griechischen bei γίγνεται u. s. w. ὥστε c. inf.; alsdann liegt der Sinn darin: es geschieht, ereignet sich etwas von der Art, dass. X. H. 5.3.10 οὐδ᾽ ἂν γενέσθαι ὥστε ἅμα ἀμφοτέρους τοὺς βασιλέας ἔξω Σπάρτης εἶναι. Vgl. An. 5. 6, 30. Cy. 8. 2, 2. Isocr. 6.40 πολλάκις γέγονεν ὥστε καὶ τοὺς μείζω δύναμιν ἔχοντας ὑπὸ τῶν ἀσθενεστέρων κρατηθῆναι κτλ. [Selten folgt auf γίγνεσθαι ὡς oder ὅπως c. verbo fin. in ähnlichem Sinne wie in der Redensart οὐκ ἔστιν ὅπως § 554 Anmerk. 9. S. OR. 1058 οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ̓, ὅπως . . οὐ φανῶ τοὐμὸν γένος. Tr. 455 ὅπως δὲ λήσεις, οὐδὲ τοῦτο γίγνεται. Auffälliger Dem. 6.37 ταῦτ᾽ οὖν, ὡς μὲν ὁπομνῆσαι, νῦν ἱκανῶς εἴρηται: ώς δ̓ ἂν ἐξετασθείη μάλιστ᾽ ἀκριβῶς, μὴ γένοιτο, πάντες θεοί, dass aber dieses (meine Vorhersagung) sich genau bewähren könnte, das möge nicht geschehen5).] Hdt. 1.74 συνήνεικε ὥστε τὴν ἡμέρην ἐξαπίνης νύκτα γενέσθαι, vgl. 3, 71. 8, 15 συνέπιπτε ὥστε τὰς αὐτὰς ἡμέρας τάς τε ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζομαχίας, vgl. 132. 141. S. Tr. 1152 Τίρυνθι συμβέβηκεν ὥστ᾽ ἔχειν ἕδραν. Th. 5.14 ξυνέβη . ., ὥστε πολέμου μηδὲν ἔτι ἅψασθαι μηδετέρους. Pl. Alc. II, 148 d. So auch P. Phaed. 103e ἔστιν ἄρ᾽ ὥστε . . ἀξιοῦσθαι, es findet statt, dass, wie im Lat. est, ut. Vgl. 93, b. Vereinzelt Antiph. 5.66 εἰ μὴ προσήκει μοι μηδὲν ὥστ᾽ ἀποκτεῖναι αὐτόν.(Smyth 1985)

Die Adjektive ῥᾴδιος, χαλεπός, ἡδύς, ἄξιος, δίκαιος, ἀναγκαῖος, δεινός, schrecklich, u. v. a., mit und ohne εἶναι; abstrakte Substantive, besonders in Verbindung mit ἐστίν, als: ὥρα, καιρός, σχολή, ἀσχολία, κίνδυνος, ἀνάγκη ἐστίν u. a. S. OR. 1169 πρὸς αὐτῷ γ̓ εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν, in eo ipso sum, quod horribile dictu est. Hdt. 1.61 τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου, ihn ergriff Empörung, ihm war es etwas Empörendes, von P. beschimpft zu werden. Κ, 403 (ἵπποιἀλεγεινοὶ | ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ᾽ ὀχέεσθαι, difficiles domitu et rectu. Ψ, 655 (ἡμίονος) ἀλγίστη δαμάσασθαι. X. oec. 6, 9 αὕτη ἐργασία μαθεῖν τε ῥᾴστη ἐδόκει εἶναι καὶ ἡδίστη ἐργάζεσθαι. Über d. Inf. act. (med.) s. Anm. 13. Pl. civ. 331, e Σιμωνίδῃ γε οὐ ῥᾴδιον ἀπιστεῖν. Gorg. 470, c χαλεπόν γέ σε ἐλέγξαι. Menex. 237, c ἔστι δὲ ἀξία χώρα ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ἐπαινεῖσθαι. X. M. 2.3.2 κρεῖττον (sc. ἐστὶσὺν πολλοῖς οἰκοῦντα ἀσφαλῶς τἀρκοῦντα ἔχειν μόνον διαιτώμενον τὰ τῶν πολιτῶν ἐπικινδύνως πάντα κεκτῆσθαι. Th. 1.138 ἄξιος θαυμάσαι. Hdt. 4.53 Βορυσθένης πίνεσθαι ἥδιστός ἐστι. X. M. 3.13.3 πότερον τὸ παρὰ σοὶ ὕδωρ θερμότερον πιεῖν ἐστιν τὸ ἐν Ἀσκληπιοῦ; Πότερον δὲ λούσασθαι ψυχρότερον τὸ παρὰ σοὶ τὸ ἐν Ἀμφιαράου; warm zum Trinken, kalt zum Baden. Vect. 3, 1 ἐμπορεύεσθαι ἡδίστη τε καὶ κερδαλεωτάτη πόλις. An. 1. 3, 11 ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι ἡμῖν καθεύδειν. Vgl. 12. 3. 2, 32. P. Soph. 241b ἀλλ᾽ ὥρα δὴ βουλεύσασθαι. Vgl. Phil. 62, e ibiq. Stallb. Ar. Pl. 255 ὡς καιρὸς οὐχὶ μέλλειν. Isae. 9.28 ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι. 8, 8 συνοικεῖν εἶχεν ἡλικίαν, ubi v. Schoemann. 4, 22 κατορθώσασι μὲν τὰ ἀλλότρια ἔχειν, διαμαρτοῦσι δὲ μικρὸς κίνδυνος, wo zu dem ersteren Satzgliede aus κίνδυνος ein entgegengesetztes Substantiv, etwa ἐξουσία zu entnehmen ist. *n, 98 νῦν δὴ εἴδεται ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι, vgl. Ο, 720. X. C. 4.3.12 σχολή γε ἡμῖν μανθάνειν, vgl. An. 1. 6, 9. Hell. 3. 5, 5 ἔλαβον πρόφασιν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Θηβαίους. (Aber πρόφασις ἦν τοῦ c. inf. An. 1. 1, 7, εὑρίσκειν προφάσεις τοῦ c. inf. Oec. 20, 19. R. Ath. 2, 17).

Anmerk. 12. Eine besondere Erwähnung verdient der Gebrauch des Infinitivs von Verben, die mit der Präp. ἐν zusammengesetzt sind, wodurch eine Handlung ausgedrückt wird, die in oder an dem Subjekte vollzogen wird6). Hdt. 9.2 χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι, ein Ort, der geeigneter ist, um darin ein Lager aufzuschlagen. Vgl. 6, 102. 7, 59. Th. 2.20. X. M. 3.8.8 (οἰκία) ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι. Eur. Ba. 508 ἐνδυστυχῆσαι τοὔνομ᾽ ἐπιτήδειος εἶ, in betreff deines Namens (Πενθεύς) bist du geeignet in oder mit ihm unglücklich zu sein. Ph. 727 ἐνδυστυχῆσαι δεινὸν εὐφρόνης κνέφας, die Finsternis der Nacht ist gefährlich, sodass man in ihr verunglücken kann, vgl. Klotz ad h. l. Th. 2.44 οἶς ἐνευδαιμονῆσαί τε βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, welchen ein Leben beschieden wurde, in dem sie glücklich waren und ein schönes Ende fanden. 74 παρέσχετε αὐτὴν (τὴν γῆν) εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν, ihr verlieht den Hellenen ein Land, das geeignet war, um darin zu kämpfen. P. Phaedr. 228e ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ πάνυ δέδοκταιme tibi praebere, in quo te exerceasStallb. Dem. 18.198 ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματα ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, cui Graecorum res adversae reservatae erant, in quibus gloriam assequeretur.

In der Dichtersprache, und zwar sehr häufig in der epischen, nur sehr selten in der Prosa, verbindet sich der Infinitiv mit intransitiven Verben ebenso, wie der Akkusativ eines Substantivs in der § 410, 6 S. 315 f. angegebenen Weise; desgleichen mit Adjektiven, in der Poesie, besonders in der epischen, in ungleich ausgedehnterem Masse als in der Prosa; endlich bei Substantiven, besonders θαῦμα, in der Poesie und Prosa7).

a) *p, 195 πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν | ἔγχεϊ μάρνασθαι. *l, 746 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι. Pind. J. 7, 25 ἀρίστευον υἱέες . . ἀνορέᾳ . . στονόεντ᾽ ἀμφέπειν ὅμαδον (regere pugnam), ubi v. Dissen. b, 158 ὁμηλικίην ἐκέκαστο | ὄρνιθας γνῶναι. *a, 258 οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ̓ ἐστὲ μάχεσθαι. Hs. th. 701 εἴσατο δ̓ ἄντα | ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ᾽ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι | αὔτως, ὡς ὅτε κτλ., das Chaos hatte das Ansehen für den Anblick und für das Hören seiner Stimme, d. h. das Ch. hatte das Ansehen, wenn man es erblickte und seine Stimme hörte, wie wenn u. s. w. Aesch. Suppl. 719 πρέπουσι δ̓ ἄνδρες νάιοι μελαγχίμοις | γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν. P. 243 τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν. S. El. 664 πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾶν, sie erscheint wie eine Herrscherin anzuschauen, d. i. nach ihrem Ansehen gleicht sie einer Herrscherin. Theogn. 216 τοῖος ἰδεῖν ἐφάνη. Eur. H. f. 1002 ἀλλ᾽ ἦλθεν εἰκὼν ὡς ὁρᾶν ἐφαίνετο. Auch in Prosa. P. Phaed. 84c πρὸς τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Σωκράτης, ὡς ἰδεῖν ἐφαίνετο. X. C. 5.4.11 σὲ ἐπαναθεασόμενος ᾖα, ὁποῖός τις φαίνει ἰδεῖν τοιαύτην ψυχὴν ἔχων. Vgl. P. Tim. 52e. P. Civ. 495e δοκεῖς οὖν τι διαφέρειν αὐτοὺς ἰδεῖν ἀργύριον κτησαμένου χαλκέως; dass sie sich dem Anscheine nach unterscheiden. Prot. 328, a ὅστις διαφέρει ἡμῶν προβιβάσαι εἰς ἀρετήν. Vgl. Gorg. 517, b.

b) *k, 437 θείειν δ̓ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι (ἵπποι). Aesch. P. 387 ἡμέρα | πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν. S. OR. 792 (γένος) ἄτλητον ἀνθρώποισι . . ὁρᾶν (intolerabile visu). Ant. 206 (δέμας) πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν (adspectu). Ar. N. 1172 νῦν μέν γ̓ ἰδεῖν (adspectuεἶ πρῶτον (demum) ἐξαρνητικὸς | κἀντιλογικός. X. conv. 1, 10 γοργότεροι ὁρᾶσθαι (truculenti adspectu). Ven. 3, 3 (κύνες) ἄμορφοι καὶ αἰσχραὶ ὁρᾶσθαι. Cy. 4. 4, 3 μείζους φαίνεσθε καὶ καλλίους καὶ γοργότεροι πρόσθεν ἰδεῖν. R. eq. 10, 17 ἡδύν τε καὶ ἅμα γοργὸν ἰδεῖν. Cy. 7. 5, 46 τοὺς δὲ σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς, die sich selten sehen lassen. 2. 3, 5 ἀνὴρ οὔτε μέγας οὔτε ἰσχυρὸς ἰδεῖν. P. Phaedr. 253d λευκὸς ἰδεῖν. Phaed. 110, b λέγεται εἶναι τοιαύτη γῆ αὐτὴ ἰδεῖν.

c) bei Substantiven, selten. *e, 725 θαῦμα ἰδέσθαι, ein Wunder zu schauen. Vgl. ζ, 306. Hymn. Ven. 205 θαῦμα ἰδεῖν. Pind. P. 1, 26 τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι. Eur. Jo 1142 θαύματ᾽ ἀνθρώποις ὁρᾶν. Pl. leg. 656, d θαῦμα καὶ ἀκοῦσαι. Hdt. 6.112 τέως δὲ ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ τὸ οὔνομα τὸ Μήδων φόβος ἀκοῦσαι. P. Criti. 115d εἰς ἔκπληξιν μεγέθεσι κάλλεσί τε ἔργων ἰδεῖν τὴν οἴκησιν ἀπειργάσαντο, sie machten das Gebäude durch die Grösse und Schönheit der Werke staunenswert anzuschauen.(Smyth 2001)

Anmerk. 13. Es ist eine Eigentümlichkeit der griechischen Sprache, dass sie in den angeführten Ausdrücken statt des passiven Infinitivs gemeiniglich den Infinitiv des Aktivs (oder Mediums) setzt, als: ταῦτα ῥᾴδιά ἐστι μαθεῖν, das ist leicht zu lernen, θαῦμα ἰδεῖν (ἰδέσθαι), ein Wunder zu schauen. *s, 258 τόφρα δὲ ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἧσαν Ἀχαιοί. P. Phaed. 92d ὑπόθεσις ἀξία ἀποδέξασθαιdigna, quam quis accipiat”. Th. 1.138 ἄξιος θαυμάσαι, dignus, quem admiremur. Eur. M. 316 λέγεις ἀκοῦσαι μαλθακά sc. τῷ ἀκούοντι. Seltener Inf. Pass., z. B. Hdt. 4.53 (vgl. Nr. 5). Inf. Act. u. Pass. verbunden: Isocr. 12.156 ποιήσομαι τὴν ἀρχὴν τῶν λεχθησομένων ἀκοῦσαι μὲν ἴσως τισὶν ἀηδῆ, ῥηθῆναι δ̓ οὐκ ἀσύμφορον. Zuweilen steht der Dativ des thätigen Subjekts dabei, wie in dem letzten Beispiele. Eur. Or. 1153 πάσαις γυναιξὶν ἀξία στυγεῖν ἔφυ | Τυνδαρὶς παῖς. Pl. civ. 599, a ῥᾴδια ποιεῖν μὴ εἰδότι τὴν ἀλήθειαν. X. A. 1.2.21 ὁδὸς ἀμήχανος εἰσελθεῖν στρατεύματι. Andere Beispiele s. Nr. 7 Die Bevorzugung des aktiven Infinitivs ist als eine Nachwirkung der ursprünglich nominalen Natur des Infinitivs zu betrachten (vgl. § 471, 2): ἐργασία ῥᾴστη μαθεῖν καὶ ἡδίστη ἐργάζεσθαι = leicht für die Erlernung und angenehm für die Ausübung.(Smyth 2006)

Während der Infinitiv bei Homer noch in weitem Umfange als Ergänzung der Satzaussage in final-konsekutivem Sinne dazu verwandt wird, die erstrebte oder mögliche Folge zu bezeichnen (s. § 471, 2 u. Anm.), ist dieser Gebrauch in der späteren Sprache auf ein wesentlich engeres Gebiet beschränkt worden. Häufiger findet er sich nur nach den Verben des Gebens, Nehmens, Wählens, Einsetzens, Zurücklassens und ähnlichen, wo der Infinitiv, wie im Deutschen der Infinitiv mit zu oder um zu, im Lateinischen das Gerundium mit ad oder das Gerundivum oder das Supin auf um oder ein Nebensatz mit ut oder qui c. conj. einen Zweck oder eine Bestimmung oder ein zu Bewirkendes bezeichnet. *d, 299 πεζοὺς δ̓ ἐξόπιθε στῆσεν . . | ἕρκος ἔμεν πολέμοιο. *c, 268 ἐγὼ δέ κέ τοι Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων | δώσω ὀπυιέμεναι καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, dass du sie freiest und sie deine Gattin heisse. k, 7 ἔνθ᾽ γε θυγατέρας πόρεν υἱάσιν εἶναι ἀκοίτις. *l, 20 τόν ποτέ οἱ Κινύρης δῶκε ξεινήιον εἶναι. *y, 619 τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο, γέρον, κειμήλιον ἔστω, | Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ᾽ ἔμμεναι. *b, 107 αὐτὰρ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι (σκῆπτρον). *o, 190 τοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί. a, 138 χέρνιβα δ̓ ἀμφιπόλος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα νίψασθαι. Hdt. 6.23 τοὺς κορυφαίους ἔδωκε τοῖσι Σαμίοισι κατασφάξαι. Th. 2.27 τοῖς Αἰγινήταις οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔδοσαν Θυρέαν οἰκεῖν καὶ τὴν γῆν νέμεσθαι. Eur. Cy. 561 ἀπομυκτέον δέ σοί γ̓, ὅπως λήψῃ πιεῖν. X. A. 5.2.1 τὸ δὲ ἥμισυ (τοῦ στρατεύματος Ξενοφῶν) κατέλιπε φυλάττειν τὸ στρατόπεδον. Isocr. 7.37 τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπέστησαν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας. X. M. 1.2.54 αὐτοὶ αὑτῶν ὄνυχάς τε καὶ τρίχας καὶ τύλους τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι καὶ ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν, damit sie dieselben abschneiden u. abbr. An. 6. 6, 18 ἐγὼ ἐμαυτὸν παρασχήσω κρίναντι Κλεάνδρῳ, τι ἂν βούληται, ποιῆσαι. Pl. ap. 33, b ὁμοίως καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν. (Viel seltener ist in dieser Verbindung der Inf. Pass., wie P. Charm. 157b ὃς ἂν μὴ τὴν ψυχὴν παράσχῃ τῇ ἐπῳδῇ ὑπὸ σοῦ θεραπευθῆναι st. des gwhnl. π. σοι θεραπεῦσαι, whrschl. wegen des Dat. τῇ ἐπῳδῇ.) X. A. 4.8.25 εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου τ᾽ ἐπιμεληθῆναι καὶ τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι. 1. 2, 19 ταύτην τὴν χώραν ἐπέτρεψε διαρπάσαι τοῖς Ἕλλησιν. Hell. 7. 2, 9 τὰς γυναῖκας πιεῖν φερούσας. Vgl. Cy. 1. 2, 8. 7. 1, 1 τῷ Κύρῳ προσήνεγκαν οἱ θεράποντες ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν. 1. 3, 9 πιεῖν ἐγχέας. Ferner bei den Verben der Bewegung (des Gehens, Kommens, Schickens u. ähnl.) in der Dichtersprache, seltener in der Prosa, die dafür gewöhnlich das Partic. Fut. gebraucht. *d, 199 βῆ δ̓ ἰέναι, er schritt aus (machte sich auf) zu gehen. *i, 442 τοὔνεκά με προέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα. Vgl. *r, 709. i, 88. *u, 234 τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν. Eur. J. A. 678 χώρει δὲ μελάθρων ἐντὸς ὀφθῆναι κόραις8). Th. 1.128 ἀφικνεῖται ἐς Ἑλλήσποντον, τῷ μὲν λόγῳ ἐπὶ τὸν Μηδικὸν πόλεμον, τῷ δὲ ἔργῳ τὰ πρὸς βασιλέα πράγματα πράσσειν. 8, 29 οὐ ναύαρχος ὤν, ἀλλ᾽ Ἀστυόχῳ παραδοῦναι τὰς ναῦς ξυμπλέων. 4, 132 ὡς Βρασίδαν ἀφίκοντο, ἐπιδεῖν πεμψάντων Λακεδαιμονίων τὰ πράγματα. 6, 50 (οἱ Ἀθηναῖοι) δέκα τῶν νεῶν προύπεμψαν ἐς τὸν μέγαν λιμένα πλεῦσαι. Ausserdem in manchen vereinzelten Wendungen, bei denen vielfach eine gewisse Prägnanz des Ausdrucks oder die Analogie sinnverwandter Verben eingewirkt haben mag. Th. 3.23 τὰς διόδους τῶν πύργων . . ἐφύλασσον μηδένα ἐπιβοηθεῖν, damit niemand gegen sie zu Hilfe komme (= φυλάσσοντες ἐκώλυον). 5, 100 εἰ τοσαύτην γε ὑμεῖς τε μὴ παυθῆναι ἀρχῆς καὶ οἱ δουλεύοντες ἤδη ἀπαλλαγῆναι (sc. αὐτῆς) τὴν παρακινδύνευσιν ποιοῦνται, wenn ihr so viel wagt, um eurer Herrschaft nicht beraubt zu werden, und eure Unterworfenen, um von derselben bald befreit zu werden. X. C. 5.3.11 (τὸ φρούριόν φατε) ἐπιτετειχίσθαι τῇδε τῇ χώρᾳ πρόβολον εἶναι τοῦ πολέμου. Ag. 2, 16 ὑποσπόνδους τοὺς νεκροὺς αἰτοῦντες θάψαι, zur Bestattung (wie ἀποδιδόναι τοὺς νεκροὺς θάψαι). Hell. 5. 1, 14 θύρα ἐμὴ ἀνέῳκτο . . εἰσιέναι τῷ δεομένῳ τι ἐμοῦ, stand jedem Bittenden offen, so dass er bei mir Eintritt hatte (wie ἐξῆν). Hdt. 6.76 οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε οὐδαμῶς διαβαίνειν μιν, die Opfer waren keineswegs günstig, um über den Fluss zu gehen. (Mit ὥστε 9, 38 οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι.) X. A. 2.2.3 θυομένῳ ἰέναι ἐπὶ βασιλέα οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά, sacrificanti exta non erant laeta ad suscipiendam contra regem expeditionem, s. das. Kühner's Bmrk. Vgl. 6. 6, 36. 7. 2, 17. Hdt. 1.176 ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν πᾶσαν καίεσθαιaccenderunt, ita ut tota arx flammis absumereturBaehr. 2, 79 Λίνος, ὅσπερ ἐν Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι, συμφέρεται ὠυτὸς εἶναι, τὸν οἱ Ἕλληνες Λίνον ὀνομάζοντες ἀείδουσι, L. congruit ita, ut idem sit, quem cett., s. Baehr. So mit Dissen zu erklären Pind. P. 4, 146 Μοῖραι δ̓ ἀφίσταντ̓, εἴ τις ἔχθρα πέλῃ | ὁμογόνοις, αἰδῶ καλύψαι, Parcae secedunt, si qua simultas intercedit cognatis, ad pudorem suum occultandum.(Smyth 2008)

1 Vgl. Westermann zu Dem. 20.90.

2 Vgl. Matthiä II. § 531, A. 2. Poppo ad Thuc. Vol. 1, p. 146 sq. 5, 96. p. 246. Maetzner ad Antiph. 1.12, p. 136.

3 Vgl. Matthiä II. § 533.

4 S. Madvig Bmrkgen über einige Punkte der Gr. Wortfüg. S. 85.

5 Vgl. Aken Grundzüge § 153.

6 Vgl. Matthiä II. § 533, A. 2.

7 Vgl. Matthiä II. §§ 533. 535. Pflugk ad Eur. H. f. 1002. Stallbaum ad Pl. Phil. 60, c. Phaed. 84, c. Bornemann ad Xen. conv. 1, 10. Sauppe ad Xen. vect. 5, 1.

8 Anders geartet ist das sonst hierfür angezogene Beispiel S. OC. 12 μανθάνειν γὰρ ἥκομεν. Hier ist ἥκομεν (wir sind in die Lage versetzt) etwa synonym mit ἠναγκάσμεθα.

hide Display Preferences
Greek Display:
Arabic Display:
View by Default:
Browse Bar: