previous next



482. Fortsetzung über das ergänzende Partizip.

Die Verben und Ausdrücke, auf welche das Partizip als Ergänzung bezogen wird, sind folgende:

Die Verba sentiendi, d. h. der sinnlichen oder geistigen Wahrnehmung, als: ὁρᾶν, ἀκούειν, ἀκροᾶσθαι, κλύειν poet.; νοεῖν, ἐννοεῖν, ἀγνοεῖν, εἰδέναι, ἐπίστασθαι, συνιέναι, μανθάνειν, γιγνώσκειν; συνειδέναι u. συγγιγνώσκειν (§ 481, A. 3); φρονεῖν, ἐνθυμεῖσθαι; πυνθάνεσθαι, αἰσθάνεσθαι; μιμνῄσκεσθαι, ἐπιλανθάνεσθαι; εὑρίσκειν, λαμβάνειν u. καταλαμβάνειν, antreffen, φωρᾶν, ertappen, αἱρεῖν, deprehendere, ἁλίσκεσθαι, κιχάνειν poet., u. a. X. C. 1.4.20 εἶδον αὐτοὺς πελάζοντας. Th. 1.32 ἡμεῖς ἀδύνατοι ὁρῶμεν ὄντες περιγενέσθαι. Ἀκούειν c. gen. von einer unmittelbaren, c. acc. von einer mittelbaren, aber als sicher und begründet angenommenen Wahrnehmung. X. M. 2.4.1 ἤκουσα δέ ποτε αὐτοῦ καὶ περὶ φίλων διαλεγομένου. Conv. 3, 13 ἤκουσαν αὐτοῦ φωνήσαντος. An. 1. 4, 5 ἤκουσε Κῦρον ἐν Κιλικίᾳ ὄντα. 5. 5, 7 ἤκουον δῃουμένην sc. τὴν χώραν. Vgl. 7. 2, 10. Cy. 1. 4, 25 ἤκουσεν ἔργα ἀνδρὸς ἤδη διαχειριζόμενον τὸν Κῦρον. [S. Ph. 615 καὶ ταῦθ᾽ ὅπως (= ὅτεἤκουσ᾽ Λαέρτου τόκος | τὸν μάντιν εἰπόντ̓ st. des zu erwartenden Genetivs.] S. El. 293 ὅταν κλύῃ τινὸς ἥξοντ᾽ Ὀρέστην. Mit d. Gen. d, 505 τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ᾽ ἔκλυεν αὐδήσαντος. X. M. 1.2.18 οἶδα Σωκράτην δεικνύντα τοῖς ξονοῦσιν ἑαυτὸν καλὸν κἀγαθὸν ὄντα. [Comm. 1. 1, 11 οὐδεὶς πώποτε Σωκράτους οὐδὲν ἀσεβὲς οὔτε πράττοντος εἶδεν οὔτε λέγοντος ἤκουσεν. Hier ὁρᾶν c. gen. bloss der Symmetrie wegen, s. Kühners Bmrk. z. d. St. Ar. R. 815 ἡνίκ᾽ ἂν ὀξυλάλου περ ἴδῃ θήγοντος ὀδόντας | ἀντιτέχνου, wo aber die Lesart nicht feststeht, u. Arat. 430 μέχρι βορῆος ἀπαστράψαντος ἴδηαι bedeutet ἰδέσθαι c. g. s. v. a. αἰσθέσθαι c. g.] Th. 2.13 ἔγνω τὴν ἐσβολὴν ἐσομένην. X. C. 7.2.17 ἄνθρωποι καλοὶ κἀγαθοί, ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας. An. 6. 6, 17 ὃν ὑμεῖς ἐπίστασθε ὑμᾶς προδόντα. Th. 1.120 ἐν πολέμῳ εὐτυχίᾳ πλεονάζων οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος. Vgl. 6, 78. X. M. 1.2.14 ᾔδεσαν Σωκράτην ἀπ᾽ ἐλαχίστων μὲν χρημάτων αὐταρκέστατα ζῶντα, τῶν ἡδονῶν δὲ πασῶν ἐγκρατέστατον ὄντα. Cy. 1. 3, 10 σαφῶς κατέμαθον φάρμακα ὑμῖν αὐτὸν ἐγχέαντα. Hdt. 3.1 βασιλεῦ, διαβεβλημένος ὑπὸ Ἀμάσιος οὐ μανθάνεις; ubi v. Valck. 40 ἡδὺ πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ ξεῖνον εὖ πρήσσοντα. 6, 23 οἱ Ζαγκλαῖοι ὡς ἐπύθοντο ἐχομένην τὴν πόλιν ἑωυτῶν, ἐβοήθεον αὐτῇ, vgl. 6, 100. 9, 58. Th. 4.50. Seltener c. gen. *r, 426 κλαῖον, ἐπειδὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο | ἐν κονίῃσι πεσόντος. So *r, 377, Τ, 322. Aesch. Ch. 763 τεθνηκότος δὲ νῦν τάλαινα πεύθομαι. Th. 4.6 ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης. Eur. M. 26 πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη. X. M. 2.2.1 αἰσθόμενος δέ ποτε Λαμπροκλέα πρὸς τὴν μητέρα χαλεπαίνοντα, vgl. An. 1. 9, 31. Cy. 1. 1, 2. Th. 1.61. Mit dem Gen. X. M. 4.4.11 ᾔσθησαι οὖν πώποτέ μου ψευδομαρτυροῦντος συκοφαντοῦντος; Vgl. Cy. 7. 1, 22. Hell. 4. 2, 19 u. so oft. Cy. 1. 6, 8 μέμνημαι καὶ τοῦτό σου λέγοντος. 1. 6, 6 μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου. P. Charm. 156a μέμνημαι Κριτίᾳ τῷδε ξυνόντα σε. Criti. 121, b (Ζεὺς) ἐννοήσας γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον. Hipp. 2, 369, c ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος, ὅτι κτλ., ich habe dich sagen hören, vgl. oben ἀκούω. *a, 330 τὸν δ̓ εὗρον . . ἥμενον. z, 51 κιχήσατο δ̓ ἔνδον ἐόντας. Th. 2.6 κῆρυξ ἀφικόμενος ηὗρε τοὺς ἄνδρας διεφθαρμένους. Dem. 19.332 Χάρης ηὕρηται πιστῶς καὶ εὐνοϊκῶς πράττων ὑπὲρ ὑμῶν. Pl. civ. 389, d ἄν τινα λαμβάνῃ ψευδόμενον. 609, c ὅταν ληφθῇ ἀδικῶν, ubi v. Stallb. Th. 1.59 καταλαμβάνουσι τὴν Ποτείδαιαν καὶ τἆλλα ἀφεστηκότα. Vgl. 61. P. Phaed. 60a. X. C. 3.1.16 πῶς δ̓ ἂν τότε πλείστου ἄξιοι γίγνοιντ̓ ἂν οἱ ἄνθρωποι, ὁπότε ἀδικοῦντες ἁλίσκοιντο; Pl. Ap. 29, c ἐὰν ἁλῷς ἔτι τοῦτο πράττων, ἀποθανεῖ. Eur. M. 84.

Anmerk. 1. Über den Objektskasus (Akk. od. Gen.) bei ἀκούειν, κλύειν, πυνθάνεσθαι u. a. vgl. § 417, 4 nebst Anm. 8 u. 9; über die Konstruktion von σύνοιδα, συγγιγνώσκω s. § 481, A. 3; über die Konstruktion der genannten Verben mit ὅτι, ὡς, s. § 550 und einiger mit ὅτε § 551, 7; über die Konstruktion einiger mit dem Infin. § 484. Die Verben des Glaubens werden mit dem Infinitive oder Acc. c. Inf. verbunden, s. § 475, 3. 4; über νομίζειν = εἰδέναι c. partic. s. § 484, 8.(Smyth 2110)

Die Verba declarandi, d. h. die Verben, aus deren Thätigkeit eine sinnliche oder geistige Wahrnehmung hervorgeht, als: δεικνύναι, δηλοῦν, δῆλον ποιεῖν, φαίνειν, φανερὸν ποιεῖν, φαίνεσθαι, sich zeigen, apparere, ἰνδάλλεσθαι = φαίνεσθαι *r, 213, δῆλον u. φανερὸν εἶναι, ἐπάιστον γίνεσθαι, bekannt werden, Hdt. 2.119. 6, 74. 8, 128, ἐοικέναι (§ 481, A. 3), erscheinen, gleichen, ähnlich sein, ὅμοιον εἶναι (§ 481, A. 3), zuweilen ὁμολογεῖν, zugestehen; ἀγγέλλειν; μνημονεύειν selten; ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν, darthun; ποιεῖν, wie facere, in der Bedeutung darstellen, vorstellen u. a. Hdt. 7.18 Ἀρτάβανος, ὃς πρότερον ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν. 6, 21 Ἀθηναῖοι δῆλον ἐποίησαν ὑπεραχθεσθέντες τῇ Μιλήτου ἁλώσι. Lycurg. 50 φανερὸν πᾶσιν ἐποίησαν οὐκ ἰδίᾳ πολεμοῦντες, ἀλλ᾽ ὑπὲρ κοινῆς ἐλευθερίας προκινδυνεύοντες. Th. 3.84 ἀνθρωπεία φύσις ἀσμένη ἐδήλωσεν ἀκρατὴς μὲν ὀργῆς οὖσα, κρείσσων δὲ τοῦ δικαίου, πολεμία δὲ τοῦ προὔχοντος. 64 δῆλον ἐποιήσατε οὐδὲ τότε . . μηδίσαντες. So auch 40 τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις παράδειγμα σαφὲς καταστήσατε (= σαφῶς δηλώσατε), ὃς ἂν ἀφιστῆται, (τοῦτον) θανάτῳ ζημιωσόμενον, ubi v. Poppo-Stahl. 67 ποιήσατε τοῖς Ἕλλησι παράδειγμα οὐ λόγων τοὺς ἀγῶνας προθήσοντες, ἀλλ᾽ ἔργων. S. El. 24 σαφῆ | σημεῖα φαίνεις (= σαφῶς φαίνεις) ἐσθλὸς εἰς ἡμᾶς γεγώς. Ant. 20 δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ᾽ ἔπος. Ai. 471. Th. 1.21 πόλεμος ἀπ᾽ αὐτῶν τῶν ἔργων σκοποῦσι δηλώσει μείζων γεγενημένος (τῶν ἀρχαίων). Hdt. 4.42 Λιβύη δηλοῖ ἑωυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος st. des gwhnl. ἐοῦσαν περίρρυτον od. δηλοῦται (δηλοῖ) περίρρυτος οὖσα. Isocr. 9.9 πλησιάζοντας τοὺς θεοὺς τοῖς ἀνθρώποις οἷόν τ᾽ αὐτοῖς (τοῖς ποιηταῖς ἐστι) ποιῆσαι καὶ διαλεγομένους καὶ συναγωνιζομένους, οἷς ἂν βουληθῶσιν. P. Symp. 174c ἄκλητον ἐποίησεν (Ὅμηρος) ἐλθόντα τὸν Μενέλεων ἐπὶ τὴν θοίνην. Crit. 50, a ἐμμένομεν οἷς ὡμολογήσαμεν δικαίοις οὖσιν. 49, e ἄν τις ὁμολογήσῃ τῳ δίκαια ὄντα. Isae. 6.49 τούτων μήτηρ ὁμολογουμένη οὖσα δούλη καὶ . . αἰσχρῶς βιοῦσα. Vgl. 56 ibiq. Schoemann. (Vereinzelt κατηγορεῖν Aesch. Ag. 271 εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σου κατηγορεῖ, d. i. ὄμμα κατηγορεῖ σου εὖ φρονοῦντος st. d. gwhnl. δηλοῖ σε εὖ φρονοῦντα.) Eur. M. 548 ἐν τῷδε δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς, | ἔπειτα σώφρων. Dem. 29.5 ἐπιδείξω τοῦτον οὐ μόνον ὡμολογηκότα εἶναι τὸν Μιλύαν ἐλεύθερον, ἀλλὰ καὶ φανερὸν τοῦτ᾽ ἔργῳ πεποιηκότα, καὶ πρὸς τούτοις ἐκ βασάνου περὶ αὐτῶν πεφευγότα τοῦτον τοὺς ἀκριβεστάτους ἐλέγχους, καὶ οὐκ ἐθελήσαντ᾽ ἐκ τούτων ἐπιδεῖξαι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ πανουργοῦντα καὶ μάρτυρας ψευδεῖς παρεχόμενον καὶ διακλέπτοντα τοῖς αὑτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν τῶν πεπραγμένων. 27, 16 φανήσεται ταῦθ᾽ ὡμολογηκώς. 20 ῥᾳδίως ἐλεγχθήσεται ψευδόμενος. P. Phaed. 107c ψυχὴ ἀθάνατος φαίνεται οὖσα. X. M. 1.2.60 (Σωκράτης) φανερὸς ἦν καὶ δημοτικὸς καὶ φιλάνθρωπος ὤν. Ibid. 1. 7, 2 εὐθὺς ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν. 4. 8, 11 ἱκανὸς ἄλλους δοκιμάσαι τε καὶ ἁμαρτάνοντας ἐλέγξαι. Hdt. 2.121, 5 ὡς αὐτῷ ἀπηγγέλθη τοῦ φωρὸς νέκυς ἐκκεκλεμμένος. Th. 3.16 ἠγγέλλοντο καὶ αἱ περὶ τὴν Πελοπόννησον νῆες τῶν Ἀθηναίων τὴν περιοικίδα αὐτῶν πορθοῦσαι. Dem. 3.4 ἀπηγγέλθη Φίλιππος ὑμῖν ἐν Θρᾴκῃ τρίτον τέταρτον ἔτος τουτὶ Ἡραῖον τεῖχος πολιορκῶν. Vgl. § 5. Vgl. X. Ag. 1, 6. Hell. 7. 5, 10 ἐξήγγειλε τῷ Ἀγησιλάῳ προσιὸν τὸ στράτευμα. Vgl. An. 2. 3, 19. Cy. 1. 2, 2 φύσιν τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται.

Anmerk. 2. Statt der unpersönlichen Redensarten: δῆλόν ἐστι, φανερόν ἐστι, φαίνεται, ὅτι, es ist offenbar, dass, bedient sich der Grieche in der Regel der persönlichen (vgl. § 477), als: δῆλός εἰμι, φανερός εἰμι, φαίνομαι τὴν πατρίδα εὖ ποιήσας. S. Ai. 326 δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν. Hdt. 3.26 ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς Ὄασιν πόλιν. Th. 1.140 Λακεδαιμόνιοι δῆλοι ἦσαν ἐπιβουλεύοντες ἡμῖν. X. A. 2.6.23 στέργων δὲ φανερὸς μὲν ἦν οὐδένα, ὅτῳ δὲ φαίη φίλος εἶναι, τούτῳ ἔνδηλος ἐγίγνετο ἐπιβουλεύων. Vgl. 1. 2, 11. 5, 9. 10, 6. 2. 4, 2 u. s. Pl. Ap. 23, d κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν.

Anmerk. 3. Über das Partizip bei den Verben des Sagens, Leugnens st. des Infin. s. § 484, 18, Anm. 2.

Anmerk. 4. Über die Konstruktion einiger Verben dieser Klasse mit dem Infin. s. § 484; über die Konstr. mit ὅτι, ὡς, dass, § 550. (Smyth 2106)

Die Verba affectuum, d. h. der Gemütsstimmungen, als: χαίρειν, ἥδεσθαι, γηθεῖν od. γεγηθέναι poet., ἀγάλλεσθαι; ἀγαπᾶν, zufrieden sein; vereinzelt φιλεῖν, gern thun: Ar. Pl. 645 φιλεῖς δὲ δρῶσ᾽ αὐτὸ σφόδρα; λυπεῖσθαι, βαρύνεσθαι, ἀλγεῖν, ἀρκεῖσθαι, ἄχθεσθαι, ἀγανακτεῖν, ἀσχαλᾶν Hom., περιημεκτέειν Hdt.; ὀργίζεσθαι; αἰδεῖσθαι poet., αἰσχύνεσθαι, ὄθεσθαι *e, 403 οὐκ ὄθετ᾽ αἴσυλα ῥέζων; μέλειν e, 6 μέλε γάρ οἱ (Ὀδυσσεὺς) ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης, vgl. *u, 21; μεταμέλει, μεταμέλεσθαι; χαλεπῶς, ῥᾳδίως φέρειν; θαυμάζειν vereinzelt S. OR. 289 πάλαι δὲ μὴ παρὼν θαυμάζεται u. a. X. Comm. 1. 2, 47 ὑπὲρ ὧν ἡμάρτανον ἐλεγχόμενοι ἤχθοντο. Vgl. 2. 1, 33. Eur. M. 244 ἀνὴρ δ̓ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών, | ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης. Auch c. acc. *n, 352 ἤχθετο . . δαμναμένους (τοὺς Ἀχαιούς). [Zuweilen auch c. gen. pers. Hdt. 9.98 ἤχθοντο ἐκπεφευγότων. Th. 1.95 ἤδη δὲ βιαίου ὄντος αὐτοῦ οἱ Ἕλληνες ἤχθοντο, vgl. X. A. 1.1.8. Ebenso Hdt. 8.109 οὗτοι μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον. Doch liegt hier wohl Gen. absol. vor, d. h. die Sprache empfand den Genetiv nicht als Objekt des regierenden Verbs, sondern als Subjekt des Partizips, vgl. § 485, Anm. 3]. Β, 292 f. ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο | ἀσχαλάᾳ, vgl. Ω, 403. Hdt. 7.54 μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι. Th. 4.27 οἱ Ἀθηναῖοι μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι, vgl. 5, 35. Eur. Hipp. 8 τιμώμενοι χαίρουσιν (οἱ θεοὶ) ἀνθρώπων ὕπο. X. H. 6.4.23 θεὸς πολλάκις χαίρει τοὺς μὲν μικροὺς μεγάλους ποιῶν, τοὺς δὲ μεγάλους μικρούς. Pl. civ. 328, e χαίρω διαλεγόμενος τοῖς σφόδρα πρεσβύταις. Ap. 33, b. c διὰ τί μετ̓ ἐμοῦ χαίρουσί τινες πολὺν χρόνον διατρίβοντες; . . ὅτι ἀκούοντες χαίρουσιν ἐξεταζομένοις τοῖς οἰομένοις μὲν εἶναι σοφοῖς, οὖσι δ̓ οὔ. So schon öfters b. Hom. t, 463 τῷ μέν ῥα πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ | χαῖρον νοστήσαντι. Vgl. k, 419. Ε, 682. Auch poet. oft c. acc. Eur. Hipp. 1340 τοὺς γὰρ εὐσεβεῖς θεοὶ | θνῄσκοντας οὐ χαίρουσι, vgl.Rh.390. S.Ai.136 σὲ μὲν εὖ πράσσοντ᾽ ἐπιχαίρω, ubi v. Lobeck. P. Prot. 315b τοῦτον τὸν χορὸν μάλιστα ἔγωγε ἰδὼν ἥσθην. Poet. auch c. acc. S.Ph.1314 ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε. Isocr. 12.8 οὐκ ἀγαπῶ ζῶν ἐπὶ τούτοις. Pl. civ. 475, b ὑπὸ σμικροτέρων καὶ φαυλοτέρων τιμώμενοι ἀγαπῶσιν. Phaed. 62, e τοὺς μὲν φρονίμους ἀγανακτεῖν ἀποθνῄ- σκοντας πρέπει, τοὺς δὲ ἄφρονας χαίρειν. Th. 4.95 πόλεως, ἣν ἕκαστος πατρίδα ἔχων πρώτην ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἀγάλλεται, vgl. X. Hier. 8, 5. Th. 1.77 ἀδικούμενοι οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον ὀργίζονται βιαζόμενοι. 2, 16 ἐβαρύνοντο καὶ χαλεπῶς ἔφερον οἰκίας τε καταλιπόντες καὶ ἱερά. P. Phaed. 63a ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων. Phil. 47, c ἐλπίζων μὲν χαίρει, κενούμενος δὲ ἀλγεῖ. S. Ph. 86 ἀλγῶ κλύων. 1021 σὺ μὲν γέγηθας ζῶν, ἐγὼ δ̓ ἀλγύνομαι. Γηθεῖν c. acc. poet. *q, 378 νῶι Πριάμοιο πάις . . | γηθήσει προφανέντε. Th. 2.65 ἐλυποῦντο οἱ δυνατοὶ καλὰ κτήματα ἀπολωλεκότες. X. C. 5.1.21 καὶ τοῦτο μὲν οὐκ αἰσχύνομαι λέγων.

Anmerk. 5. Über den Infinitiv bei einigen Verben dieser Klasse s. § 484.

Die Verben sich sättigen an etwas, geniessen etwas, voll, angefüllt sein von etwas, genügen, als: τέρπεσθαι, ἐμπίμπλασθαι, μεστὸν, πλήρη εἶναι, ἅδην ἔχειν (Hdt. 9.39 ἄδην εἶχον κτείνοντες), ἀρκεῖν, genügen, ἱκανὸν εἶναι, ἅλις εἶναι poet. a, 369 νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα. *w, 633 ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες. Daher Eur. Andr. 1029 f. Ch. ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ | πρὸς τέκνων ἀπηύρα = ἀπέ- λαυσεν, den Gewinn zog sie, dass sie den Mord mit ihrem Tode vertauschte, d. h. büsste. S. OC. 768 μεστὸς ἦν θυμούμενος. Eur. Hipp. 664 ὄλοισθε: μισῶν οὔποτ᾽ ἐμπλησθήσομαι | γυναῖκας. X. A. 7.7.46 ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασο. Vgl. Cy. 1. 4, 14. Hdt. 7.146 ἐπεὰν ταῦτα θηεύμενοι ἔωσι πλήρεες. S. Ai. 76 ἔνδον ἀρκείτω μένων, es genüge, dass er drinnen bleibeber d. persönl. Konstr. st. der unpers. s. Anm. 2). Ant. 547 ἀρκέσω θνῄσκουσ᾽ ἐγώ. Vgl. S. OC. 498 f. Eur. J. A. 1418 sq. Hel. 1274 ibiq. Pflugk. X. oec. 12, 4 ὅστις μέλλει ἀρκέσειν, ὅταν ἐγὼ ἀπῶ, ἀντ᾽ ἐμοῦ ἐπιμελούμενος. Th. 5.9 ἀρκείτω βραχέως δεδηλωμένον, sufficiat breviter rem demonstratam esse. So auch καταρκεῖν Hdt. 1.32 extr. P. Civ. 465b ἱκανὼ τὼ φύλακε κωλύοντε, δέος τε καὶ αἰδώς. Isae. 2.7 ἱκανὸς ἔφη αὐτὸς ἀτυχῶν εἶναι, es sei genug, dass er selbst unglücklich sei, s. Schoemann. Carystius b. Ath. 435, d ἔλεγε (Φίλιππος: Χρὴ πίνειν: Ἀντίπατρος γὰρ ἱκανός ἐστι νήφων. S. OR. 1061 ἅλις νοσοῦσ᾽ ἐγώ, ubi v. Schneidew.(Smyth 2100)

Die Verben des Geschehenlassens, Duldens, Ertragens, Beharrens und des Gegenteils, des Ermüdens, als: περιορᾶν (eigtl. übersehen), (poet. ὁρᾶν,) ἐφ-, εἰσορᾶν, προΐεσθαι, vernachlässigen, zulassen, οὐ φροντίζειν, ἐπιτρέπειν zulassen (selten); ἀνέχεσθαι, καρτερεῖν, ὑπομένειν, τλῆναι u. τολμᾶν (beide poet., u. ersteres nur selt.), λιπαρεῖν, perseverare, κάμνειν, ἀπαγορεύειν, ἀπειπεῖν, ἀπειρηκέναι, versagen, d. h. ermüden, überdrüssig sein, verzweifeln. u, 311 τάδε μὲν καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες. w, 162 ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν | βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος. Eur. Hipp. 476 τόλμα δ̓ ἐρῶσα. S. El. 943 τλῆναί σε δρῶσαν ἃν ἐγὼ παραινέσω. Vgl. Aesch. S. 755. Ag. 1041. Hdt. 7.101 εἰ Ἕλληνες ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι. S. OR. 1324 ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων. P. Gorg. 505c οὗτος ἀνὴρ οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος. Hdt. 9.45 λιπαρέετε μένοντες, vgl. 3, 51. 3, 65 (ὑμῖν ἐπισκήπτω) μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν. 7, 168 οὐ περιοπτέη ἐστι᾽ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη. 9, 58 νῦν δὲ ἐκείνοισι ταῦτα ποιεῦσι οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί. Isocr. 12.170 πόλις αὐτοῖς οὐκ ἐπιτρέψει παραβαίνουσι τὸν νόμον. [Dafür m.d.Artik. Pl.Euthyphr.5, e ἐπιτρέπειν τῷ ἀσεβοῦντι.] Th. 1.86 τοὺς ξυμμάχους οὐ περιοψόμεθα ἀδικουμένους. Dem. 9.29 μείζω γιγνόμενον τὸν ἄνθρωπον περιορῶμεν. Isocr. 12.11 οὐ μὴν περιεῖδον ἐμαυτὸν ἄδοξον οὐδ᾽ ἀφανῆ γενόμενον. 4, 96 ἔτλησαν ἐπιδεῖν ἐρήμην μὲν τὴν πόλιν γενομένην, τὴν δὲ χώραν πορθουμένην κτλ. Eur. M. 712 καὶ μή μ̓ ἔρημον ἐκπεσοῦσαν εἰσίδῃς. Th. 2.73 Ἀθηναῖοί φασιν ἐν οὐδενὶ ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους. X. C. 5.1.26 ὁρῶντές σε ἀνεξόμεθα καὶ καρτερήσομεν ὑπὸ σοῦ εὐεργετούμενοι. Eur. Or. 746 μή μ̓ ἰδεῖν θανόνθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν. Hec. 256 τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε. Hipp. 354 οὐκ ἀνέξομαι ζῶσα. Μ. 74 καὶ ταῦτ᾽ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται | πάσχοντας, ubi v. Pflugk. Hdt. 8.26 οὔτε ἠνέσχετο σιγῶν. p, 277 σὺ δ̓ εἰσορόων ἀνέχεσθαι. Oft mit dem Gen., sowohl bei Dichtern als Prosaikern. X. A. 2.2.1 οὓς οὐκ ἂν ἀνασχέσθαι αὐτοῦ βασιλεύοντος. Pl. Ap. 31, b ἀνέχεσθαι τῶν οἰκείων ἀμελουμένων, die häuslichen Angelegenheiten vernachlässigen lassen, s. Stallb. Civ. 613, c ἀνέξει λέγοντος ἐμοῦ, ubi v. Stallb. Dem. 9.6 ἀνέχεσθαί τινων ἐν ταῖς ἐκκλησίαις λεγόντων πολλάκις, ὡς κτλ. X. Cy. 3. 2, 5 τῶν πόνων οὐδεὶς ῥᾴων ἐστὶ τοῦ νῦν καρτερῆσαι σπεύδοντας. Comm. 2. 6, 35 οὐκ ἀποκάμνεις μηχανώμενος. P. Gorg. 470c μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν. X. A. 5.1.2 ἀπείρηκα ἤδη συσκευαζόμενος καὶ βαδίζων καὶ τρέχων καὶ τὰ ὅπλα φέρων καὶ ἐν τάξει ἰὼν καὶ φυλακὰς φυλάττων καὶ μαχόμενος. Isocr. 6.47 ἀπείποιμεν ἂν ἀκούοντές τε καὶ λέγοντες, εἰ πάσας τὰς τοιαύτας πράξεις ἐξετάζοιμεν. 12, 83 πρὸς γένη πολλὰ τῶν βαρβάρων κινδυνεύων οὐκ ἀπεῖπεν.

Anmerk. 6. Über den Infinitiv bei einigen Verben dieser Klasse s. § 484.

Die Verben des Anfangens und Aufhörens, Aufhörenlassens, des Unterlassens und Nachlassens in etwas, als: ἄρχειν poet., ἄρχεσθαι, ὑπ-, κατάρχειν; παύειν, παύεσθαι (ἔχειν = παύειν u. ἐπέχειν = παύεσθαι, ἄπαγε = παῦσαι poet.), λήγειν, vereinzelt ὑποείκω *y, 602 ὑποείξομαι αὐτὸς χωόμενος, ἐλινύειν = παύεσθαι Hdt., διαλλάττειν, versöhnen, aufhören lassen, ἀπαλλάττεσθαι, sich von etwas losmachen, sich einer Sache entledigen, fertig werden mit etwas; μεθίεσθαι, μεθιέναι poet., ἀνιέναι, ἐπανιέναι, ἀπο-, δια-, ἐκλείπειν, ἐπιλείπειν. *b, 378 ἦρχον χαλεπαίνων, vgl. *g, 447. *i, 191 ὁπότε λήξειεν ἀείδων. Vgl. *f, 224. q, 87. *l, 506 Ἀλέξανδρος . . παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα. *x, 502 παύσαιτό τε νηπιαχεύων. *w, 48 κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε, hörte auf mit Weinen. Hdt. 6.75 Κλεομένης παραλαβὼν τὸν σίδηρον ἄρχετο ἐκ τῶν κνημέων ἑωυτὸν λωβώμενος. 7. 8, 2 ἐμὲ καὶ πατέρα τὸν ἐμὸν ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες. Vgl. 9, 78. P. Symp. 186b ἄρξομαι ἀπὸ τῆς ἰατρικῆς λέγων. Menex. 237, a πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐπαινοῦντες; X. C. 1.2.2 οἱ (τῶν Περσῶν) νόμοι δοκοῦσιν ἄρχεσθαι τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ ἐπιμελόμενοι οὐκ ἔνθενπερ ἐν ταῖς πλείσταις πόλεσιν ἄρχονται. An. 5. 5, 9 οὐδὲ ἡμεῖς ὑμᾶς οὐδὲν πώποτε ὑπήρξαμεν κακῶς ποιοῦντες. Vgl. 2. 3, 23. Cy. 1. 4, 4 καὶ κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους, διατοξευσόμενος διακοντιούμενος ἀπὸ τῶν ἵππων. 4. 5, 58 καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν. Eur. Hipp. 706 παῦσαι λέγουσα. X. M. 3.6.1 Γλαύκωνα . . οὐδεὶς ἐδύνατο παῦσαι ἑλκόμενόν τε ἀπὸ τοῦ βήματος καὶ καταγέλαστον ὄντα, s. das. Kühners Bmrk. An. 3. 1, 19 οὔποτε ἐπαυόμην ἡμᾶς οἰκτίρων. P. Menex. 241b (οἱ περὶ Σαλαμῖνα καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ναυμαχήσαντες τοὺς Ἕλληνας) ἔπαυσαν φοβουμένους πλῆθος νεῶν τε καὶ ἀνδρῶν. Gorg. 523, c παύσω τοῦτο γιγνόμενον. Leg. 662, e ἀεὶ διακελευόμενος οὐδὲν ἐπαύου ζῆν με ὡς δικαιότατα. So auch X. An. 6. 5, 31 προαπετράποντο διώκοντες, sie wandten sich von der Verfolgung ab. Hdt. 1.67 τοὺς δεῖ . . διαπεμπομένους μὴ ἐλινύειν ἄλλους ἄλλῃ. 8, 71 καὶ ἐλίνυον οὐδένα χρόνον οἱ βοηθήσαντες ἐργαζόμενοι. S. El. 1312 οὔποτ᾽ ἐκλήξω χαρᾷ | δακρυρροοῦσα. X. O. 1.23 (α^{} ἐπιθυμίαι) αἰκιζόμεναι τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τοὺς οἴκους οὔποτε λήγουσιν, ἔστ᾽ ἂν ἄρχωσιν αὐτῶν. 6, 1 ἔνθεν λέγων περὶ τῆς οἰκονομίας ἀπέλιπες, πειρῶ τὰ τούτων ἐχόμενα διεκπεραίνειν. Hdt. 4.28 τὸ θέρος ὕων (sc. θεός) οὐκ ἀνίει. 125 οὐ γὰρ ἀνίει ἐπιὼν (instare) Δαρεῖος. X. ap. 16οὐπώποτε διέλιπον ζητῶν καὶ μανθάνων”. Pl. Phil. 26, b καὶ ἄλλα γε δὴ μυρία ἐπιλείπω λέγων, übergehe ich im Reden. Menex. 249, b τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει ( πόλις). Phaedr. 266, a τοῦτο τέμνων οὐκ ἐπανῆκε, liess nicht nach. Phaed. 60, c θεὸς βουλόμενος αὐτὰ (τὸ ἡδὺ καὶ τὸ λυπηρὸν) διαλλάξαι πολεμοῦντα, ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο, ξυνῆψεν εἰς ταὐτὸν αὐτοῖς τὰς κορυφάς. Leg. 800, e ἵνα ὅτι τάχιστα περὶ αὐτῶν λέγων ἀπαλλάττωμαι. P. Theaet. 183c τούτων περανθέντων καὶ ἐμὲ δεῖ ἀπηλλάχθαι σοι ἀποκρινόμενον. [Anders Gorg. 491, c εἰπὼν ἀπαλλάγηθι, nachdem du dich entschieden hast, lass es dabei bewenden. Vgl. Ap. 39, d]. Pind. J. 3, 72 ἦλθ᾽ ἀνὴρ . ., κρανίοις ὄφρα (= ἵνα) ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι (= παύσειεν). Ar. eq. 915 ἀναλῶν οὐχ ἐφέξεις. Eur. Ph. 449 ἀμφὶ τείχη καὶ ξυνωρίδας λόχων | τάσσων ἐπέσχον. 1733 ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ᾽ αὐδῶν = παῦσαι αὐδῶν. (Κωλύειν m. Partiz. hindere bei etw., während m. Inf. = hindern an etw. Th. 1.26 μὴ κωλύωνται ὑπ᾽ αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι. Vgl. 2, 62. Isocr. 14.44 εἰ Θηβαίους μὴ διακωλύσετε παραβαίνοντας τοὺς ὅρκους. Dionys. H. antiq. R. 7, 25 εἰ μὴ κωλύσειαν αὐτὸν οἱ πατρίκιοι πόλεμον ἐμφύλιον εἰς τὴν πόλιν εἰσάγοντα).

Anmerk. 7. Über den Infinitiv bei ἄρχεσθαι (ἄρχειν), παύειν, παύεσθαι, μεθιέναι s. § 484.(Smyth 2098)

Die Verben des Glücklichseins, sich Auszeichnens, Übertreffens, Nachstehens, Wohlthuens, Unrechtthuens, Willfahrens, Dankwissens, sich Abmühens u. dgl., Fehlens, als: εὐτυχεῖν; νικᾶν, κρατεῖν, περιγίγνεσθαι, ἡσσᾶσθαι, λείπεσθαι; εὖ ποιεῖν, ἁμαρτάνειν, ἀδικεῖν, χαρίζεσθαι, χάριν εἰδέναι od. ἔχειν; πράγματα ἔχειν, πονεῖσθαι Hom., περιεργάζεσθαι, sowie auch καταπροΐξομαι, impune faciam (nur im Futur und mit vorangehender Negation). Eur. Or. 1212 f. εἴπερ εὐτυχήσομεν . . ἑλόντες, wenn wir so glücklich sein werden, zu fangen, vgl. X. H. 7.1.11. Hdt. 5.24 εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος, du thatest wohl daran, zu kommen. 3, 156 οὐ γὰρ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται. 5, 105 οὗτοι οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες. Vgl. 7, 17. Ar. eq. 435 οὐ . . καταπροίξει τάλαντα πολλὰ | κλέψας. Vgl. V. 1366. Thesm. 566. Th. 1.53 ἀδικεῖτε πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες. 2, 71 οὐ δίκαια ποιεῖτε ἐς γῆν τὴν Πλαταιῶν στρατεύοντες. X. Comm. 1. 1, 1 ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων. Cy. 3. 3, 56 Κυαξάρης ἔλεγεν, ὅτι ( Κῦροςἐξαμαρτάνοι διατρίβων καὶ οὐκ ἄγων ὡς τάχιστα ἐπὶ τοὺς πολεμίους. P. Phaed. 60c εὖ γ̓ ἐποίησας ἀναμνήσας με, ubi v. Stallb., vgl. Euthyd. 282, c. X. C. 1.4.13. Lys. 28.8 Θρασύβουλος καλῶς ἐποίησεν οὕτως τελευτήσας τὸν βίον. X. Hier. 11, 14 f. πάντας (τοὺς φίλους) πειρῶ νικᾶν εὖ ποιῶν: ἐὰν γὰρ τοὺς φίλους κρατῇς εὖ ποιῶν, οὐ μή σοι δύνωνται ἀντέχειν οἱ πολέμιοι. Vgl. An. 1. 9. 11. 24. 2. 3, 23 οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. Vgl. 2. 6, 17. Comm. 2. 4, 7 τούτων φίλος εὐεργετῶν οὐδενὸς λείπεται, ebenso ἐλλείπεσθαι 2. 6, 5. 2. 3, 17 ὅπως περιγένηταί σου καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ εὖ ποιῶν. Ar. Ec. 1045 κεχάρισαί γέ μοι | . . τὴν γραῦν ἀπαλλάξασά μου. Pl. civ. 338, a ἐμοὶ χαρίζου ἀποκρινόμενος. Hdt. 9.79 χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής. Th. 1.77 οὐ τοῦ πλέονος μὴ στερισκόμενοι χάριν ἔχουσιν, ἀλλὰ τοῦ ἐνδεοῦς (= τοῦ ἐλάσσονοςχαλεπώτερον φέρουσιν. *k, 117 νῦν ὄφελεν . . πονέεσθαι | λισσόμενος. Pl. Hipp. 1. 285, e πράγματ᾽ ἂν εἶχες ἐκμανθάνων. Hdt. 2.15 τί περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἄνθρωποι γεγονέναι; was mühten sie sich überflüssigerweise ab, den Schein zu haben, sie seien u. s. w. Pl. ap. 19, b Σωκράτης ἀδικεῖ καὶ περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν καὶ ἄλλους ταὐτὰ ταῦτα διδάσκων. Vgl. Dem. 18.72.(Smyth 2101)

Das Verb πειρᾶσθαι, besonders häufig bei Herodot, zuweilen aber auch bei den Attikern, sich versuchen in etwas; dann die ionischen Redensarten von der Bedeutungsich etwas angelegen sein lassen”: πολλός εἰμι, παντοῖος γίνομαι, im Att. πάντα ποιῶ, vereinzelt ἐπείγεσθαι [Hdt. 8. 68, 2 ἢν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος, dich nicht beeilst mit einer Seeschlacht,] poet. σπεύδειν, selt. σπουδάζειν; endlich d. V. παρασκευάζεσθαι, meistens in Verbindung mit ὡς und dem Partizipe des Futurs. Hdt. 9.90 πολλὸς ἦν λισσόμενος, er bat wiederholt und dringend. 1, 98 Δηιόκης ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς καὶ προβαλλόμενος καὶ αἰνεόμενος1). 7. 10, 3 παντοῖοι ἐγένοντο Σκύθαι δεόμενοι Ἰώνων λῦσαι τὸν πόρον. X. C. 5.4.26 πάντα ἐποίουν πείθοντες τὸν βασιλέα συγχωρῆσαι ταῦτα. Pl.Euthyphr.8, c πάντα ποιοῦσι καὶ λέγουσι φεύγοντες τὴν δίκην. i, 250 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἔργα, eifrig verrichtet hatte. X. O. 9.1 γυνὴ ἐδόκει σοι ὑπακούειν ὧν σὺ ἐσπούδαζες διδάσκων. P. Polit. 310b τὰ πλούτου διώγματα τί καί τις ἂν ὡς ἄξια λόγου σπουδάζοι μεμφόμενος; “serio reprehendatStallb. Hdt. 7. 9, 1 ἐπειρήθην ἐπελαύνων ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τούτους. 139 οὐδαμοὶ ἂν ἐπειρῶντο ἀντιούμενοι βασιλέι, vgl. 6. 5. Antiph. 2. g, 1 ὡς οὐκ ὀρθῶς ἀπελογήθη, νῦν πειρασόμεθα ἐλέγχοντες. P. Theaet. 190e οὐκ ἐρῶ σοι, πρὶν ἂν πανταχῇ πειραθῶ σκοπῶν, vgl. Phil. 21, a. 60, c. Th. 2.18 προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι, ubi v. Poppo-Stahl, vgl. 2, 91. 5, 8. 7, 17. 8, 59. X. H. 4.1.41. P. Menex. 247a. P. Phaed. 98a. Häufiger mit ὡς, z. B. Th. 2.7 οἱ Ἀθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες.

Anmerk. 8. Über den Infinitiv bei einigen dieser Verben s. § 484. (Smyth 2102)

Einige meist unpersönliche Ausdrücke, als: es geziemt sich, es nützt, frommt, es schadet, es ist gut, lieb, angenehm, es bringt Schande, es ist mir Mut, Furcht u. dgl., seltener ähnliche persönliche Ausdrücke. X. O. 4.1 αἳ δοκοῦσι κάλλισται τῶν ἐπιστημῶν καὶ (sc. ὧν) ἐμοὶ πρέποι ἂν μάλιστα ἐπιμελομένῳ. Pl. Phaed. 114, d τοῦτο καὶ πρέπειν μοι δοκεῖ . . οἰομένῳ οὕτως ἔχειν. Aesch. Ag. 160 εἰ τόδ᾽ αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ. Lys. 25.27 οἶς οὐδὲ ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πολλάκις πειθομένοις. S. OR. 316 φρονεῖν ὡς δεινόν, ἔνθα μὴ τέλη | λύῃ φρονοῦντι (= λυσιτελῇ). Pl. Alc. I. 113, d πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι μεγάλα ἀδικήματα, καὶ ἑτέροις γε οἶμαι δίκαια ἐργασαμένοις οὐ ξυνήνεγκεν. Th. 1.118 ἐπηρώτων τὸν θεόν, εἰ (sc. αὐτοῖςπολεμοῦσιν ἄμεινον ἔσται. X. R. L. 8, 5 ἐπήρετο τὸν θεόν, εἰ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη τῇ Σπάρτῃ πειθομένῃ οἷς αὐτὸς ἔθηκε νόμοις. Vect. 6, 2 ἐπερέσθαι τοὺς θεούς, εἰ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη τῇ πόλει οὕτω κατασκευαζομένῃ. Pl. Ap. 41, b ἀντιπαραβάλλοντι (sc. μοί, conferenti) τὰ ἐμαυτοῦ πάθη πρὸς τὰ ἐκείνων οὐκ ἂν ἀηδὲς εἴη. S. OR. 296 μή ᾿στι δρῶντι τάρβος, οὐδ᾽ ἔπος φοβεῖ. 864 Ch. εἴ (= utinam) μοι ξυνείη φέροντι μοῖρα τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων. Ph. 477 σοὶ δ̓, ἐκλιπόντι τοῦτ̓, ὄνειδος οὐ καλόν. OC. 648 εἰ σοί γ̓ ἅπερ φῂς ἐμμενεῖ τελοῦντί μοι2). — Persönlich: Th. 1.100 οἷς πολέμιον ἦν τὸ χωρίον κτιζόμενον, die es als eine Feindseligkeit ansahen, dass. 5, 52 οἷς ἦν ἐν βλάβῃ τειχισθέν, quibus detrimento erat locum muniri. Pl. civ. 458, b (ταῦταξυμφορώτατ᾽ ἂν εἴη πραχθέντα τῇ πόλει. Hdt. 1.82 τοῖσι κατ᾽ αὐτὸν τοῦτον τὸν χρόνον συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα. 5, 36 Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα. 9, 101 γεγονέναι νίκην . . ὀρθῶς σφι φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα. P. Menex. 237c οὕτω συμβαίνει ἅμα καὶ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη. Phil. 42, d πάνθ̓, ὁπόσα τοιαῦτ᾽ ὀνόματ᾽ ἔχει, ξυμβαίνει γιγνόμενα. Euthyd. 281, e τί οὖν συμβαίνει ἐκ τῶν εἰρημένων; ἄλλο τι τῶν μὲν ἂλλων οὐδὲν ὂν οὔτε ἀγαθὸν οὔτε κακόν; κτλ. Phil. 47, d μεῖξις μία λύπης τε καὶ ἡδονῆς ξυμπίπτει γενομένη. Civ. 402, d ὅτου ἂν ξυμπίπτῃ ἔν τε ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα. Alc. I. 113, d σκοποῦσιν, ὑποτέρα συνοίσει πράξασιν. Th. 5.34 ὥστε μήτε ἄρχειν μήτε πριαμένους τι πωλοῦντας κυρίους εἶναι, so dass sie weder ein Amt verwalten durften noch das Recht besassen, etwas zu kaufen oder zu verk. 8, 51 ἐστρατήγει καὶ κύριος ἦν αὐτὸς πράσσων ταῦτα. S. Tr. 414 μῶρος δ̓ ἦν πάλαι κλύων σέθεν, ich war thöricht, dich anzuhören, es war eine Thorheit. So öfters βελτίων, ἀμείνων, κρείσσων εἰμὶ ποιῶν τι3), wo wir uns der impersonellen Konstr. bedienen: es ist besser, dass. S. OR. 1368 κρείσσων ἦσθα μηκέτ̓ ὢν ζῶν τυφλός, vgl. Ai. 635 Ch. Hippocr. fract. 3 p. 133 κρέσσων ἂν εἴη μὴ παρεοῦσα. Hdt. 1.37 ἀνάπεισον, ὅκως μοι ἀμείνω ἐστὶ ταῦτα οὕτω ποιεόμενα. Th. 8.92 τὸν Θηραμένην ἠρώτων, εἰ δοκεῖ αὐτῷ ἐπ̓ ἀγαθῷ τὸ τεῖχος οἰκοδομεῖσθαι, καὶ εἰ (δοκεῖ) ἄμεινον εἶναι καθαιρεθέν. X. C. 8.4.11. Lys. 26.4 κρείττων ἦν πατὴρ αὐτοῦ μὴ λειτουργήσας τοσαῦτα τῶν ἑαυτοῦ ἀναλώσας. Pind. O. 9, 103 ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ᾽ ἕκαστον, jedes ohne Gott unternommene Werk ist nicht schlimmer, wenn es verschwiegen bleibt, d. h. es schadet nicht, wenn es verschw. bl., s. Dissen. N. 5, 16 f. οὔ τοι ἅπασα κερδίων | φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθει᾽ ἀτρεκής, es ist wahrlich nicht gut, dass jedes wirkliche Ereignis sein Gesicht zeige, d. i. enthüllt werde.

Anmerk. 9. Wenn das Partizip nicht auf ein bestimmtes Subjekt bezogen wird, so wird auch, doch selten, statt des blossen Partizips das Partizip mit dem Artikel gebraucht. Pl. leg. 656, a βλάβην ἔσθ᾽ ἥντινα φέρει τῷ χαίροντι πονηρίας σχήμασιν μέλεσιν τιν᾽ ὠφελίαν αὖ τοῖς πρὸς τἀναντία τὰς ἡδονὰς ἀποδεχομένοις; schadet es, wenn man sich freut?

Anmerk. 10. Über den Infinitiv bei diesen Verben und Ausdrücken s. § 484, 31.(Smyth 2104)

Die Verben des Gehens und Kommens, als: ἔρχεσθαι, ἱκνεῖσθαι poet., ἰέναι, βαίνειν poet., πέτεσθαι poet., besonders ἥκειν, werden in Verbindung mit dem Partizipe öfters gebraucht, um den durch das Partizip ausgedrückten Begriff mit einer gewissen malerischen Vollständigkeit zur sinnlichen Anschauung zu bringen, als: ἥκω ἔχων, ich bringe mit, ἥκω ἀγγέλλων, ich melde. *b, 167 βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀίξασα, eilte herab. 302 οὓς μὴ κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι, wegführten. Vgl. *a, 391. x, 112 βῆ δὲ φέρων, trug fort. *b, 665 βῆ φεύγων. *o, 150 τὼ δ̓ ἀίξαντε πετέσθην, eilten im Fluge. S. Ph. 1199 (οὐδέποτε βήσομαι) οὐδ᾽ εἰ πυρφόρος ἀστεροπητὴς | βροντᾶς αὐγαῖς μ̓ εἶσι φλογίζων. Eur. Or. 1628 ἵν᾽ εἰδῇς, οὓς φέρων ἥκω λόγους. Pind. N. 7, 69 μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ, | εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψόγιον ὄαρον ἐννέπων, incedamne malignum cantum fundens. Hdt. 1.122 ηιέ τε ταύτην (τὴν γυναῖκα) αἰνέων, ubi v. Baehr u. Stein. P. Phaed. 100b ἔρχομαι γὰρ δὴ ἐπιχειρῶν σοι ἐπιδείξασθαι τῆς αἰτίας τὸ εἶδος. X. A. 1.2.6 ἧκε Μένων ὁπλίτας ἔχων χιλίους, brachte mit sich. P. Tim. 23a ὥσπερ νόσημα ἥκει φερόμενον αὐτοῖς ῥεῦμα οὐράνιον, tanquam morbus in eos irruit. Symp. 188, a ἐπειδὰν τά τε θερμὰ καὶ τὰ ψυχρὰ καὶ ξηρὰ καὶ ὑγρὰ καὶ ἁρμονίαν καὶ κρᾶσιν λάβῃ σώφρονα, ἥκει φέροντα εὐετηρίαν τε καὶ ὑγίειαν. Gorg. 491, c νῦν δ̓ αὖ ἕτερόν τι ἥκεις ἔχων, “gleich bist du wieder mit einer anderen Ansicht bei der Hand”. 518, a ἥκεις δ̓ ὀλίγον ὕστερον λέγων. Civ. 456, b ἥκομεν εἰς τὰ πρότερα περιφερόμενοι, ubi v. Stallb. So auch βαίνω poet., ἔρχομαι, ἥκω, εἶμι c. partic. fut. *l, 101 αὐτὰρ βῆ . . Ἄντιφον ἐξεναρίξων. d, 24 βῆ δ̓ ἴμεν ἀγγελέων. Eur. Hec. 216 f. Ὀδυσσεὺς ἔρχεται . . νέον τι πρὸς σὲ σημανῶν ἔπος. Ph. 1075 τί μοί ποθ᾽ ἥκεις καινὸν ἀγγελῶν ἔπος; Vgl. Andr. 1071. J. T. 237. Hdt. 1.5 ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι ἐρέων, ubi v. Baehr u. Stein. 1, 194 ἔρχομαι φράσων. 4, 82 ἀναβήσομαι δὲ ἐς τὸν κατ᾽ ἀρχὰς ἤια λέξων λόγον, i. e. ἐς τὸν λόγον, ὃν κτλ. X. Ag. 2, 7 οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι. Pl. civ. 449, a καὶ ἐγὼ μὲν ᾖα τὰς ἐφεξῆς ἐρῶν. 562, c. Theaet. 198, e4). Vgl. § 486, 5. Über den Infinitiv bei diesen Verben s. § 473, 7.(Smyth; 2099)

Das Verb ἔχω bildet in Verbindung mit einem Partizipe (in der Regel des Aorists, selten des Perf. und noch seltener des Präs.) eine scheinbare Umschreibung des einfachen Verbi finiti, doch vertritt es nie schlechthin eine Form desselben, sondern drückt überall den aus der einmaligen Handlung hervorgegangenen dauernden Zustand aus, wie im Lateinischen habere mit dem Partizipe Perfecti Passivi, als: aliquid pertractatum habeo. Diese Verbindungsweise scheint ursprünglich nur bei transitiven Verben stattgefunden zu haben und aus einer Verschmelzung zweier Konstruktionen hervorgegangen zu sein, z. B. ἔχω τι λαβών aus ἔλαβόν τι καὶ ληφθὲν ἔχω. Bald aber verwischte sich der eigentliche Ursprung derselben, und man verband ἔχω auch mit Partizipien von intransitiven Verben, sodass man ἔχω nicht mehr in der transitiven Bedeutung ich habe, sondern in der intransitiven ich verhalte mich5), ähnlich wie εἰμί c. partic., s. § 353, A. 3, auffasste. Bei Homer findet sich diese Ausdrucksweise noch nicht, zuerst kommt sie bei Hesiod vor op. 42 κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισι. S. Ai. 22 ἡμᾶς πρᾶγος ἄσκοπον ἔχει περάνας. Ph. 1362 καὶ σοῦ δ̓ ἔγωγε θαυμάσας ἔχω τόδε, ebenso P. Phaedr. 257c. S. OR. 577 ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις; OC. 817 ποίῳ σὺν ἔργῳ τοῦτ᾽ ἀπειλήσας ἔχεις; Ant. 22 τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ̓ ἀτιμάσας ἔχει. 32 τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ | κἀμοὶ . . κηρύξαντ᾽ ἔχειν. Vgl. 77. 180. 192. Auch im Chore 794 σὺ καὶ τόδε νεῖκος . . ἔχεις ταράξας. Eur. M. 33 ἀφίκετο μετ᾽ ἀνδρός, ὅς σφε (i. e. αὐτήν) νῦν ἀτιμάσας ἔχει, ubi v. Pflugk. Ba. 302 Ἄρεώς τε μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά. Hec. 1013 πέπλων ἐντὸς κρύψασ᾽ ἔχεις; M. 90 σὺ δ̓ ὡς μάλιστα τούσδ᾽ ἐρημώσας ἔχε. In Prosa meist so, dass ἔχω seine volle Kraft als transitives Verb bewahrt. Hdt. 1.27 τοὺς σὺ δουλώσας ἔχεις, die du unterjocht und in deiner Gewalt hast. 3, 65 δόλῳ ἔχουσι αὐτὴν (τὴν ἡγεμονίην) κτησάμενοι. 6, 12 ἀνδρὶ Φωκαέι ἀλαζόνι ἐπιτρέψαντες ἡμέας αὐτοὺς ἔχομεν, ubi v. Valck. Th. 1.68 οὐ γὰρ ἂν Κέρκυραν ὑπολαβόντες βίᾳ ἡμῶν εἶχον. X. A. 7.7.27 νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις. Dem. 27.17 τὴν προῖκα ἔχει λαβών. 9, 12 Φερὰς πρῴην ὡς φίλος εἰς Θετταλίαν ἐλθὼν ἔχει καταλαβών, ubi v. Bremi. 19, 288 εἰς ὅσην ἀτιμίαν τὴν πόλιν ἡμῶν τούτου πονηρία καὶ ψευδολογία καταστήσασ᾽ ἔχει. Particip. Perf. S. OR. 701 οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει. Ph. 600 ὅν γ̓ εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες. X. A. 1.3.14 πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες. 4. 7, 1 τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι. Partic. Praes. Eur. Tr. 317 τὸν θανόντα πατέρα . . καταστένουσ᾽ ἔχεις. Intransit. S. OR. 731 ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτ᾽ οὐδέ πω λήξαντ᾽ ἔχει. Tr. 37 ἐνταῦθα δὴ μάλιστα ταρβήσασ᾽ ἔχω. Ar. Th. 236 ἐγκύψας ἔχε, halte dich geduckt. Pl. Crat. 404, c λέγεται Ζεὺς αὐτῆς (Ἥρας) ἐρασθεὶς ἔχειν, d. h. Zeus verliebte sich nicht bloss in die Hera, sondern beharrte auch in der Liebe zu ihr. Mit Part. Perf. Pass. erscheint ἔχειν Hdt. 7.143 εἰ ἐς Ἀθηναίους εἶχε τὸ ἔπος εἰρημένον, doch liegt auch hier nicht eine einfache Umschreibung für εἴρητο vor, sondern ἔχειν ἐς hat die Bedeutung spectare ad.(Smyth 1963)

Die Verben εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω. S. § 353, A. 3, S. 38 f.

Einige Verben, besonders des Schwatzens, Scherzens, Zauderns werden mit dem Partizipe ἔχων verbunden. Wie in der Verbindung von ἔχω c. partic. (Nr. 11) dieses Verb ursprünglich, wie es scheint, als ein Transitiv und später als ein Intransitiv aufgefasst wurde, ebenso scheint das Partizip ἔχων in der erwähnten Verbindung ursprünglich transitiv (habend) aufgefasst und erst später in intransitiver Bedeutung gebraucht worden zu sein, um einen Zustand auszudrücken: sich verhaltend, sich habend, sich gebärdend. Zuerst sagte man also: τί ληρεῖς ἔχων; was habend schwatzest du so? worin der Sinn liegt: wie stellst du dich an, benimmst du dich, gebärdest du dich, dass du so schwatzest? = du schwatzest wunderlich. Indem man nun nur den Sinn der Redensart festhielt, sagte man später auch ohne Akkusativ: ληρεῖς ἔχων, du schwatzest wunderlich. Diese Redeformel wird stets in tadelndem Sinne gebraucht und ist ohne Zweifel aus der Volkssprache geflossen. Ar. N. 131 τί ταῦτ᾽ ἔχων στραγγεύομαι; “was (weshalb) druckse ich da noch lange?” s. Kock. 509 χώρει: τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; was hockst du da an der Thür? Thesm. 473 τί ταῦτ᾽ ἔχουσαι κεῖνον αἰτιώμεθα; Ec. 1151 τί δῆτα διατρίβεις ἔχων; Pl. Phaedr. 236, e τί δῆτα ἔχων στρέφει (= tergiversaris); Ar. Av. 341 τοῦτο μὲν ληρεῖς ἔχων, dieses schwatzest du recht wunderlich. R. 202 οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων; Vgl. 524. 512 ληρεῖς ἔχων. Theocr. 14, 8 παίσδεις, ᾿γάθ̓, ἔχων. P. Gorg. 490e ποῖα ὑποδήματα φλυαρεῖς ἔχων; (Smyth 2062) (Smyth 2065)

Oft steht das Partizip als Ergänzung zu einem vorausgegangenen, mit einem Demonstrative verbundenen Verb. P. Menex. 248c οὕτως ἀχάριστοι εἶεν ἂν μάλιστα, ἑαυτούς τε κακοῦντες καὶ βαρέως φέροντες τὰς συμφοράς. Phaed. 59, a πάντες οἱ παρόντες σχεδόν τι οὕτω διεκείμεθα, ὁτὲ μὲν γελῶντες, ἐνιότε δὲ δακρύοντες, ubi v. Hdrf. 102, d λέγω δὲ τοῦδ᾽ ἕνεκα, βουλόμενος δόξαι σοὶ ἅπερ ἐμοί. X. An. 4. 1, 4 τὴν ἐμβολὴν ὧδε ποιοῦνται, ἅμα μὲν λαθεῖν πειρώμενοι, ἅμα δὲ φθάσαι. Vgl. 7. 7, 30. Comm. 2. 1, 30. Hell. 3. 4, 18 ἐπερρώσθη δ̓ ἄν τις καὶ ἐκεῖνο ἰδών, Ἀγησίλαον μὲν πρῶτον, ἔπειτα δὲ καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας ἐστεφανωμένους ἀπὸ τῶν γυμνασίων ἀπιόντας. Andoc. 3.13 διὰ τάδε δεῖν πολεμεῖν, ἀδικουμένους βοηθοῦντας ἠδικημένοις. Vgl. Antiph. 6.48. So: S. OR. 10 τίνι τρόπῳ καθέστατε; δείσαντες στέρξαντες;6).

Endlich steht das Partizip als Ergänzung bei folgenden Verben: a) τυγχάνω u. poet. κυρῶ, bin zufällig, es trifft sich, dass ich, in gleicher Bdtg. συγκυρέω vereinzelt bei Hdt.; b) λανθάνω (λήθω poet.), seltener ἀποκρύπτομαι, bin verborgen; c) διατελῶ, διαγίγνομαι, διάγω, bin fortwährend, διανύω poet., führe, komme zu Ende, ähnlich b. Hom. πρήσσω und διαπρήσσω; θαμίζω, frequens sum; d) φθάνω oder φθάνω τινά, komme, thue zuvor; e) οἴχομαι, bin fort, weg. Die deutsche Sprache kehrt bei diesen Verben das Verhältnis oft um, indem sie die durch das Partizip ausgedrückte Thätigkeit als Hauptmoment auffasst und durch das Verbum finitum darstellt, die durch die angegebenen Verben bezeichnete Thätigkeit dagegen als blosse Nebenbestimmung ansieht und daher gemeiniglich durch ein blosses Adverb oder eine adverbiale Redensart ausdrückt. Ο, 581 (νεβρὸν) ἐξ εὐνῆφι θορόντα | θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών, traf er gerade. c, 334 τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς, eben. Π, 314 (Φυλείδης) ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος, traf zuvor . . Vgl. *l, 451. Ψ, 805 u. s. oft. q, 451 οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν, wurde nicht häufig gepflegt. *b, 71 ᾤχετ̓ ἀποπτάμενος, flog davon. *z, 346 ὥς μ̓ ὄφελ᾽ ἤματι τῷ . . οἴχεσθαι προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα, hätte mich doch fort gerissen. Κ, 279 f. οὐδέ σε λήθω κινύμενος, ich bewege mich nicht ohne dass du es bemerkst. Vgl. *n, 273. q, 93 πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων. r, 517 ἀλλ᾽ οὔπω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, noch nicht hatte er sein Unglück zu Ende erzählt. *s, 357 ἔπρηξας . . ἀνστήσασ᾽ Ἀχιλέα, du hast es fertig gebracht, Achill aufstehen zu lassen. vgl. c, 197. Ι, 326. Hdt. 8.87 εἰ συνεκύρησε τῶν Καλυνδέων κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς, ob gerade zufällig entgegen kam. 1, 44 Κροῖσος φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, unbemerkt, ohne es zu wissen. 3, 83 καὶ νῦν αὕτη οἰκίη διατελέει μούνη ἐλευθέρη ἐοῦσα Περσέων, immerwährend, unausgesetzt, stets. 1, 157 οἴχετο φεύγων, floh fort, weg. P. Phaed. 108b οἴχεται ἀγομένη, wird weg geführt. Hdt. 4.136 ἔφθησαν πολλῷ οἱ Σκύθαι τοὺς Πέρσας ἐπὶ τὴν γέφυραν ἀπικόμενοι, kamen weit früher als die Perser. 6, 115 βουλόμενοι φθῆναι τοὺς Ἀθηναίους ἀπικόμενοι ἐς τὸ ἄστυ. X. M. 4.8.4 οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται διασκοπῶν τά τε δίκαια καὶ τὰ ἄδικα. So auch ib. οὐ γὰρ δοκῶ σοι τοῦτο μελετῶν διαβεβιωκέναι; im ganzen Leben geübt zu haben. Eur. Or. 1663 σε μυρίοις | πόνοις διδοῦσα δεῦρ᾽ ἀεὶ διήνυσε, gab immer ohne Unterlass. X. C. 1.5.8 ἀσκοῦντες διετέλεσαν. 4. 2, 11 ἔτυχον σκηνοῦντες. An. 2. 4, 24 ᾤχετο ἀπελαύνων, ritt weg. Th. 2.2 ἔλαθον ἐσελθόντες, unbemerkt. 4, 133 ἔλαθεν ἁφθέντα πάντα καὶ καταφλεχθέντα. 7, 38 παρασκευαζόμενοι ταῦτα ὅλην τὴν ἡμέραν διετέλεσαν οἱ Ἀθηναῖοι. Pl. Gorg. 471, b καὶ ταῦτα ἀδικήσας ἔλαθεν ἑαυτὸν ἀθλιώτατος γενόμενος, er merkte nichts davon, dass er. Phaed. 76, d ἔλαθον ἐμαυτὸν οὐδὲν εἰπών, ubi v. Stallb., ohne es selbst zu merken. X. A. 1.3.17 βουλοίμην ἂν λαθεῖν αὐτὸν ἀπελθών, ohne dass er es merkte. Cy. 5. 3, 9 ὅπως λάθῃ φίλος ὢν ἡμῖν. 8. 1, 41 λαθεῖν ὑποτιθεμένους, ubi v. Born. Comm. 3. 5, 23 ὅπως μὴ λάθῃς σεαυτὸν ἀγνοῶν τι, s. das. Kühners Bmrk. Pl. Phil. 30, e καίτοι με ἀποκρινάμενος ἔλαθες, ubi v. Stallb. Crit. 49, b ἐλάθομεν ἡμᾶς αὐτοὺς παίδων οὐδὲν διαφέροντες. Civ. 457, e οὐκ ἔλαθες ἀποδιδράσκων. Isocr. 6.87 πάντα τὸν βίον ἐν κινδύνοις διατελοῦμεν ὄντες, ὥστ᾽ οἱ περὶ ἀσφαλείας διαλεγόμενοι λελήθασιν αὑτοὺς . . τὸν πόλεμον εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον κατασκευάζοντες. X. Comm. 2. 3, 14 τὰ ἐν ἀνθρώποις φίλτρα ἐπιστάμενος πάλαι ἀπεκρύπτου. Conv. 1, 6 ἀπεκρυπτόμην ὑμᾶς ἔχων πολλὰ καὶ σοφὰ λέγειν. Th. 4.113 ἔτυχον ἐν τῇ ἀγορᾷ ὁπλῖται ἐκκαθεύδοντες ὡς πεντήκοντα (es traf sich, dass . ., es schliefen gerade). P. Phaed. 72e μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα, mag wohl sein. Τυγχάνω wird überall da gebraucht, wo eine Handlung oder ein Ereignis nicht durch unsere Absicht, sondern durch das zufällige Zusammenwirken äusserer Umstände oder durch den natürlichen Gang der Dinge herbeigeführt worden ist, kann aber im Deutschen oft nicht übersetzt werden. S. Ai. 87 μέν̓, ὡς κυρεῖς ἔχων, wie du dich gerade verhältst. Vgl. 347. OC. 119 Ch. ποῦ κυρεῖ ἐκτόπιος συθείς; 414 καὶ ταῦτ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν Φοῖβος εἰρηκὼς κυρεῖ; Vgl. 572. 1159 παρ᾽ | θύων ἔκυρον. 1308 τί δῆτα νῦν ἀφιγμένος κυρῶ; Eur. Alc. 954 ὅστις ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ. X. C. 1.3.12 χαλεπὸν ἦν ἄλλον φθάσαι τοῦτο ποιήσαντα, es war schwer, dass ein anderer dies früher, zuvor that. An. 3. 4, 49 φθάνουσιν ἐπὶ τῷ ἄκρῳ γενόμενοι τοὺς πολεμίους. Comm. 2. 3, 14 ὀκνεῖς ἄρξαι, μὴ αἰσχρὸς φανῇς, ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν, wo X. st. ἐὰν πρότερος . . εὖ ποιῇς auch sagen konnte: ἐὰν φθάνῃς εὖ ποιῶν.

Anmerk. 11. Da in φθάνω ein komparativer Sinn liegt, so kann auf dasselbe neben πρίν, πρὶν , πρότερον auch blosses mit dem Infinitive oder Acc. c. Inf. folgen. Bei Hom. selbst ohne Inf. oder der Genetiv. *p, 322 ἔφθη ὀρεξάμενος, πρὶν οὐτάσαι. *y, 444 φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα | ὑμῖν. l, 58 ἔφθης πεζὸς ἐὼν ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ. *l, 51 φθὰν δὲ μέγ᾽ ἱππήων ἐπὶ τάφρῳ κοσμηθέντες, | ἱππῆες δ̓ ὀλίγον μετεκίαθον, sie waren weit eher als die Reisige geordnet, s. Spitzner. Hdt. 6.116 ἔφθησαν ἀπικόμενοι, πρὶν τοὺς βαρβάρους ἥκειν. 91 ἔφθησαν ἐκπεσόντες πρότερον ἐκ τῆς νήσου, σφι ἵλεον γενέσθαι τὴν θεόν. (Auch bloss πρότερον. Th. 7.25 ἢν φθάσωσιν αὐτοὶ πρότερον διαφθείραντες τὸ στράτευμα αὐτῶν. Dem. 6.18 ἂν μὴ φθάσῃ ποιήσας πρότερος.) Th. 4.67 οἱ Ἀθηναῖοι ἔθεον δρόμῳ ἐκ τῆς ἐνέδρας, βουλόμενοι φθάσαι, πρὶν ξυγκλῃσθῆναι πάλιν τὰς πύλας. Vgl. 6. 97, 2. 7. 36, 1. X. C. 3.2.4 ἢν φθάσωμεν, πρὶν τοὺς πολεμίους συλλεγῆναι, ἀναβάντες. Vgl. 4. 1, 3. 5. 4, 38. 7. 5, 39. Antiph. 1.29 ἐὰν φθάνωσι, πρὶν ἀποθανεῖν, καὶ φίλους καὶ ἀναγκαίους τοὺς σφετέρους καλοῦσι, wo man aus dem Zusammenhange ein Partizip zu φθ. ergänzen muss. S. Maetzner. Hdt. 6.108 φθαίητε ἂν πολλάκις ἐξανδραποδισθέντες, τινα πυθέσθαι ἡμέων, ubi v. Baehr. X. C. 1.6.39 ἠσκήκεις φθάνων ἕλκειν (sc. τὰς πάγας), τὰ πτηνὰ φεύγειν. Theocr. 2, 114 ἔφθασας . . ἐς τὸ τεὸν καλέσασα τόδε στέγος με παρῆμεν. — Ου᾽ φθάνω mit folgendem καί oder καὶ εὐθύς übersetzen wir durch kaum, als (eigtl. ich bin in einer Handlung nicht voraus, und schon, alsbald, d. h. ich habe eine Handlung noch nicht vollbracht, und schon), nicht sobald . . als. Isocr. 4.86 οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐκ ἔφθασαν πυθόμενοι τὸν περὶ τὴν Ἀττικὴν πόλεμον καὶ πάντων τῶν ἄλλων ἀμελήσαντες ἧκον ἡμῖν ἀμυνοῦντες. 5, 53 οὐ γὰρ ἔφθασαν τῶν ἐχθρῶν κρατήσαντες καὶ πάντων ἀμελήσαντες ἠνώχλουν ταῖς πόλεσι ταῖς ἐν Πελοποννήσῳ. 8, 98 οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες καὶ Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν. 19, 22 οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆν᾽ ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν. Vgl. 9, 53. Dem. 43.69 οὐ γὰρ ἔφθη Θεόπομπος τὴν ἐπιδικασίαν ποιησάμενος . . καὶ εὐθὺς ἐνεδείξατο, ὅτι κτλ. Auch mit τέ . . καί: X. r. eq. 5, 10 οὐ φθάνει τε ἐξαγόμενος ἵππος καὶ εὐθὺς ὅμοιός ἐστι τοῖς ἀκαθάρτοις, ubi v. Sauppe.

Anmerk. 12. Die Redensart: οὐκ ἂν φθάνοις λέγων X. M. 2.3.11, welche den Sinn hat: rede sofort, besagt eigentlich: “Du würdest nicht zu früh kommen, wenn du redetest”, und wurde so zu einer zwar in der Form höflichen, aber zu unverzüglicher That drängenden Aufforderung. Hdt. 7.162 ἐπεὶ ἔχειν τὸ πᾶν ἐθέλετε, οὐκ ἂν φθάνοιτε τὴν ταχίστην ὀπίσω ἀπαλλασσόμενοι, so geht eiligst von hier weg. X. M. 3.11.1 οὐκ ἂν φθάνοιτ᾽ ἀκολουθοῦντες. Vgl. P. Symp. 185e. Phaed. 100, c. Seltener dient diese Formel (auch in d. I. u. III. Pers.) dazu, den baldigen Eintritt eines Ereignisses zuversichtlich anzukündigen. P. Symp. 214e οὐκ ἂν φθάνοιμι sc. λέγων, ich werde sofort reden. Dem. 24.143 εἰ μὴ τιμωρήσεσθε τούτους, οὐκ ἂν φθάνοι τὸ πλῆθος τού-

τοις τοῖς θηρίοις δουλεῦον, so würde die M. alsbald dienen. 25, 40 τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων κατακόπτειν φασὶ δεῖν, ὥστ᾽ οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος, sodass er (sc. ῥήτωρ, κύων δήμου) baldigst erschlagen werden müsste. Eur. Or. 935 εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος | ἔσται γυναιξὶν ὅσιος, οὐ φθάνοιτ᾽ ἔτ̓ ἂν | θνῄσκοντες.

Anmerk. 13. Über ὅτι, ὅτε nach λανθάνειν s. d. Lehre v. d. Nebensätzen § 550.

Anmerk. 14. Bei λανθάνειν, φθάνειν und poet. vereinzelt κυρεῖν, τυγχάνειν wird bisweilen das Verhältnis umgekehrt, sodass dieselben ins Partizip treten und als Ergänzung des Hauptverbs erscheinen. *m, 390 ἂψ δ̓ ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών. Vgl. Ο, 541. S. Ant. 532 σὺ δ̓, . . ὡς ἔχιδνα . . | λήθουσά μ̓ ἐξέπινες. Th. 1.65 ἔκπλουν ποιεῖται λαθὼν τὴν φυλακήν, vgl. 2, 80. 3, 4. 25 διαλαθὼν ἐσέρχεται ἐς τὴν Μυτιλήνην. 3, 51 ὅπως μὴ ποιῶνται ἔκπλους αὐτόθεν λανθάνοντες. X. C. 6.4.10. *e, 119 ὅς μ̓ ἔβαλε φθάμενος. *h, 144 πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς | δουρὶ μέσον περόνησεν. Vgl. *y, 779. d, 547 κτεῖνεν ὑποφθάμενος. ο, 171. Hdt. 3.71 οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται. Vgl. 7, 161. 9, 46. Th. 2.52 φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, vgl. 2, 91. 4. 127. X. C. 1.5.3. 3. 3, 18 φθάνοντες ἤδη δῃοῦμεν τὴν ἐκείνων γῆν. An. 4. 6, 11 πολὺ κρεῖττον . . κλέψαι τι πειρᾶσθαι λαθόντας ἁρπάσαι φθάσαντας. — S. Ph. 371 πλησίον γὰρ ἦν κυρῶν, zufällig. Eur. J. A. 958 τίς δὲ μάντις ἔστ᾽ ἀνήρ, | ὃς ὀλίγ᾽ ἀληθῆ, πολλὰ δὲ ψευδῆ λέγει | τυχών, nach Umständen, wie ἐάν, ὅταν τύχῃ gesagt wird7).

Anmerk. 15. Über den Infinitiv bei einigen dieser Verben s. § 484. (Smyth 2096)

1 Dagegen steht in der früher hierhergezogenen Redensart πολὺς ἔγκειμαι das Partizip nicht prädikativ als notwendige Ergänzung des Verbalbegriffs, sondern adverbial als Ausdruck der Art und Weise (§ 486, 6): Hdt. 7.158 Γέλων πολλὸς ἐνέκειτο λέγων τοιάδε, G. drang heftig auf sie ein, indem er folgendes sprach. Vgl. Th. 4.22.

2 Vgl. Heindorf ad P. Phaed. 114d. G. T. A. Krüger Untersuchungen aus d. Gebiete der lat. Sprachlehre III S. 409 ff. Schneidewin ad S. El. 479. OC. 648. Haase ad X. R. L. p. 165.

3 Vgl. Lobeck ad Soph. Ai. 634.

4 Vgl. Valcken. ad Eur. Ph. 257. 1082.

5 Hermann ad Vig. § 183, p. 753: ἔχω περάνας significat proprie: sum in ea conditione, quae est ejus, qui perfecit aliquid. Vgl. Ellendt-Genthe, Lex. Soph. p. 294. Rieckher, Progr. Heilbronn 1853, p. 9 sq.

6 Vgl. Stallbaum ad P. Menex. 248c. Maetzner ad Antiph. 5.36.

7 Vgl. Rieckher Progr. Heilbronn 1853. p. 7 sq.

hide Display Preferences
Greek Display:
Arabic Display:
View by Default:
Browse Bar: