previous next

416. PRESENT IMPERATIVE IN PROHIBITIONS:

DIN.1.109:μὴ . . . ἄχθεσθ”(“ε”). 113: “μὴ ἀποδέχεσθ”(“ε”). 3.11: “μὴ . . . ἡγεῖσθε”.

ISAE. 3.79: “μὴ ἀμνημονεῖτε”. 8.20: “μὴ οἴεσθ”(“ε”).

LYS. 6.55(see 415). 12.91:μηδ᾽ οἴεσθε” . 13.83:μήτε . . . ἀποδέχεσθε” . 19.10:μὴ . . . προκαταγιγνώσκετε” .

PLATO, Conv. 205B (see 415). Legg. 871 D:μὴ . . . θαπτέσθω”. 936 C: “μηδεὶς . . . γιγνέσθω”. Phaedo 117 A:μὴ . . . ποίει”. Theaet. 146 B:ἀλλ̓, ὥσπερ ἤρξω, μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ᾽ ἐρώτα”. 167 E: “ποίει μέντοι οὑτωσί: μὴ ἀδίκει ἐν τῷ ἐρωτᾶν”.

XEN. Cyr. 3.1.35: “πρὸς τῶν θεῶν, ἔφη, Κῦρε, μὴ οὕτω λέγε”.

THUC.1.86.4:ὡς ἡμᾶς πρέπει βουλεύεσθαι ἀδικουμένους μη δεὶς διδασκέτω”. Ibid. 5: “μήτε τοὺς Ἀθηναίους ἐᾶτε μείζους γίγνεσθαι μήτε τοὺς ξυμμάχους καταπροδιδῶμεν”.

HDT.1.9:θάρσεε, Γύγη, καὶ μὴ φοβεῦ”. 85: “ὤνθρωπε, μὴ κτεῖνε Κροῖσον”. 5.40: “μὴ ἀντίβαινε”. 8.140, “α”): “μὴ . . . βούλεσθε”. 9.111: “γυναικὶ δὴ ταύτῃ τῇ νῦν συνοικέεις μὴ συνοίκεε . . . τὴν δὲ νῦν ἔχεις . . . μὴ ἔχε γυναῖκα”.

AR. Ach. 1054: “μή . . . δίδου”. Vesp. 652: “παῦσαι καὶ μὴ πατέριζε” (415). 1135: “μὴ λάλει” (415).

COM. 4.341.39: “ μὴ προσήκει μήτ᾽ ἄκουε μήθ̓ ὅρα”. 4.356.578: “μηδέποτε δοῦλον ἡδονῆς σαυτὸν ποίει”. Crat. 2.231: “τὴν χεῖρα μὴ ᾿πίβαλλε, μὴ κλάων καθῇ”.

EUR. Ion, 257: “μὴ φρόντιζ”(“ε”). 367: “μὴ ᾿ξέλεγχε”. Med. 807:μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω” . Phoen. 18: “μὴ σπεῖρε”.

SOPH. Ai. 115:φείδου μηδέν” . El. 395-6: H. “μή μ᾽ ἐκδίδασκε” . . . | “χ. ἀλλ᾽ οὐ διδάσκω”.

AESCHYL. Eum. 133:μή σε νικάτω πόνος”. P. V. 44:μὴ πόνει” . Sept. 262: “σίγησον τάλαινα, μὴ φίλους φόβει”.

PIND. O. 1.5: “μηκέτ”(“ι”) . . . “σκόπει”. 117: “μηκέτι πάπταινε”. 4.14: “μὴ μάτευε”.

XENOPHANES, 6.4 (Bgk.): “παῦσαι μηδὲ ῥάπιζ”(“ε”).

THEOGN. 31-2: “κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει” | “ἀνδράσιν ἀλλ᾽ αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο” (31). 578: “μή με δίδασκ̓: οὔ τοι τηλίκος εἰμὶ μαθεῖν”.

HOM. Od. 1.315: “μὴ . . . κατέρυκε”. 4.543-4: “μηκέτι . . . κλαῖ”(“ε”). 594: “μὴ . . . ἔρυκε”. 7.303: “μὴ . . . νείκεε”. 10.266: “μή μ᾽ ἄγε κεῖς᾿ ἀέκοντα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ̓ αὐτοῦ”. 14.387: “μήτε . . . χαρίζεο μήτε . . . θέλγε”. 19.42: “σίγα . . . μηδ᾽ ἐρέεινε”.

Il. 1. 210: “μηδὲ . . . ἕλκεο”. 3.82: “ἴσχεσθ̓, Ἀργέιοι, μὴ βάλλετε, κοῦροι Ἀχαιῶν”. 6.264:μή μοι οἶνον ἄειρε ῾ας σηε ηαδ οφφερεδ το δὀ μελίφρονα πότνια μῆτερ” . 23.735: “μηκέτ᾽ ἐρείδεσθον” (149).

AORIST SUBJUNCTIVE IN PROHIBITIONS.—For the aorist subjunctive in prohibitions, see 376.

Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 United States License.

An XML version of this text is available for download, with the additional restriction that you offer Perseus any modifications you make. Perseus provides credit for all accepted changes, storing new additions in a versioning system.

hide Display Preferences
Greek Display:
Arabic Display:
View by Default:
Browse Bar: