ἦ γὰρ in eager question: 322, 654, O. C. 64. πόνου, of warfare, the peculiarly Homeric use (as Il. 11. 601“εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν”), also freq. in Herod. (9. 27 “ἐν τοῖσι Τρωϊκοῖσι πόνοισι”): cp. Eur. Cycl. 107“ἐξ Ἰλίου τε κἀπὸ Τρωϊκῶν πόνων”.