ἑδράνων with ἔκτοπος (cp. on 119), χθονὸς with ἄφορμος, which adds force to ἔκθορε; cp.
Eur. Hipp. 155 has“ναυβάτας τις ἔπλευσεν ι Κρήτας ἔξορμος”, "from an anchorage in Crete," cp. ἐξορμεῖν to be (or go) out of port: but ἄφορμος belongs to ἀφορμᾶν (there is no ἀφορμεῖν), "rushing from" (ἀφορμηθείς, schol.).“οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐχὶ θᾶσσον; οὐ πάλιν
ἄψορρος οἴκων τῶνδ᾽ ἀποστραφεὶς ἄπει;
”